Αργάτισσα στον κάμπο….
Δύσκολα και σκληρά χρόνια …..
Αφήγηση: Eυσταθία Λ. Κότσια, από το βιβλίο «Μια
Σουβαλιώτισσα Θυμάται».
Φεύγαμε στο παζάρ΄ τ΄Δαδιού, ξυπολυτούτσικα
και νηστικούτσικα. Γυρίζαμε τα Χριστούγεννα και ματαφεύγαμε το Μάη για σκάλο μέχρι
της Παναγιάς.Η Τασούλα Θάνου, η Θυμιά Μπγατσούλα, η Λουκία Χλιάρα, η
Παγαγιωτίτσα Κιριμέζη, η Κατσαμπέρω, η Θανασία Κιριμέζη, η Παναγιού Μαυράκη ,
παρέα ξεκινάγαμε.
Παίρναμε
ένα καρβελάκι μπομπότα, καμιά βελέντζα και πααίναμε στην Πετρομαγούλα, στο Ρέτζο
στον Καράλα και σε άλλους νοικοκυραίους. Ξεκοπή δουλεύαμε, τη νύχτα νυχτερεύαμε,
ξαίναμε μαλλιά, βγάζαμε καντήλες για να μας δώκνε καμιά φλέγκα ψωμί.
Την
Κυριακή δουλεύαμε για να πάρουμε καμιά παντόφλα να μην ξεκέψουμε το
βδομιαδιάτικο. Μεγάλη Παρασκευή βγαίναμε βαμπακιές. Κοιμόμασταν στο υπόγειο του
σπιτιού. Το βράδυ μας φκιάνανε λίγα φασόλια, όλο ζ΄μί. Άμα μαζεύαμε βαμπάκι,
ξεκινάγαμε νύχτα με τα ποδάρια, άμα ήτανε να σκαλίσουμε, μας πααίνανε για να
φτάσουμε νωρίς.
Μαργώναμε,
μας κοπάναγε η κρυάδα απ΄το απόγειο απ΄τα ποτάμια. Μάζωνα 100-110,120 οκάδες,
τώρα το ζυγιάζουνε, τότε με το μάτι το υπολογίζανε.Για να μάσω γλήγορα βαμπάκι,
να μη χασομερήσω, δεν καθόμανε καταγής να φάω μια χαψιά ψωμί και κανένα
κερλεντίτσι. Δάγκωνα το ψωμί και το πέταγα μπροστά στον όργο, τόβρισκα ,
ματαδάγκωνα και πίσω τα ίδια.. Μας δίνανε μοίρα καλότχη μ΄4-5 δεκάρες την οκά. Τώρα
έχει οχτάωρα, που κείνα τα μαρτύρια που περάσαμε εμείς.