Οι τρεις αδελφές του γένους Καραλέτου - παπαδόσογο που έσβησε - ήταν η Παγώνα, η Μαρίγια και η Δρόσω. Παντρεύτηκαν κοντά-κοντά: η μία το Γιώργη Μαρέ ή Τσαρούχα, η άλλη το Στάθη Σκουρογιάνυη ή Ζαροστάθη, και η τρίτη το Δημήτρη Αδρίμη ή Ζιούβα...
Τα τρία σπίτια, κοντά το ένα με τ’ άλλο στην κάτω μεριά του χωριού, ήταν ερημιά τότε εκεί. Προικιστήκανε και οι τρεις καλά, με καινούργια πέτρινα ψηλά σπίτια και άπλα, άμετρο, πολύ χώρο γύρω τους. Οι τρεις μπατζανάκηδες που τις πήραν γινήκανε γεωργοί απ τους λίγους. Με χωράφια πολλά, με κατώγεια γιομάτα βαρέλια με κρασιά, με αχυρώνες, στάβλους με ζωντανά. Θυμάμαι ακόμα τα άλογα του Τσαρούχα, 8 ή 10 άλογα που τα έριχνε στη λακινιά όσο να ρθει ο καιρός ν’ αλωνίσουνε τα σταροκρίθαρα στου Βελέντζα τ’ αλώνι. Θυμάμαι τα δυο μεγάλα βόδια του παππού του Γεροστάθη, τον Τριγώνη και το Μελίσση, τα μοσχάρια, τα πρόβατα που βοσκάγανε, στο κριθάρι πίσω απ’ το μονόπλατο, τις γίδες, τη γουμαρίτσα με τα κανελιά μάτια, που ήταν η καβάλα της γιαγιά Μαρίγιας, και τις κότες, ένα σμάρι, κοπάδι οι κότες που γεννούσαν ψηλά στις φωλιές που ήταν εντοιχισμένες στους τοίχους της αχερώνας, πρόβλεψη απ’ τους μαστόρους που χτίζανε τότε τα υποστατικά, για να μην φτάνουν τ’ αυγά τα σκυλιά.
Αργότερα ο Μπάρμπα Γιάννης ο
Ζαρογιάννης άλλαξε την παραγωγική δομή της επιχείρησης. Αντί τα βόδια, με
μουλάρια και μηχανή. Μηχανή να δεις, ήταν το σιδερένιο αλέτρι που αντικατέστησε
το ξυλάλετρο του παππού, πρωτοπόρος, ο θείος τότε στο χωριό. Μαζί ήταν και τα
κουνέλια στα κλουβιά ένα σωρό, δική του καινοτομία κι αυτή. Οι τρεις αδελφές,
φεμινίστριες κατά κάποιο τρόπο για την εποχή τους ξακουστές, ήταν μαζί και φοβερές
νοικοκυρές κερδίζοντας έτσι με το σπαθί τους κάποιες πρωτοβουλίες για τις
οποίες έγραψα για τη δική μου τη γιαγιά σε παλιότερα μας διηγήματα. Το ίδιο
έκαμε κι ο Γιάννης ο Μαρές, ο Τσαρούχας, για τη δική του γιαγιά, την κυρά
Παγώνα..
Στα τρία σπίτια ίσχυε αυστηρά ο
καταμερισμός της δουλειάς. Οι άντρες έξω στα χωράφια αλλά και στο σπίτι
κάνοντας κουμάντο στα μεγάλα ζώα, τάισμα πάχνιασμα, λύσιμο-δέσιμο, ετοιμασίες
που άρχιζαν νύχτα το πρωί φεύγοντας για τα χωράφια και τελείωναν νύχτα το βράδυ
μετά το γυρισμό. Οι γυναίκες εκτός απ το καθαυτό νοικοκυριό, το φούρνο, το
ψωμί, το φαί και τα γνεσίματα με τ’ αδράχτια και τον αργαλειό, είχαν την αρμοδιότητα
για τα παρίππια. Θυμάμαι καλά τη λέξη, κι άργησα πολύ να καταλάβω ότι η λέξη
παρίππια, ήταν ομηρική και σήμαινε όλα τα άλλα, τα παρά τον ίππον, ζώα.
Στο Ζαρέϊκο το σπίτι τα
πρόβατα-καμμιά δεκαριά μανάρια -τα έκανε κουμάντο η θεία η Παναγιωτίτσα που
κρατούσε από τσομπανόσογο σαν θυγατέρα του Κολοκύθα. Η γιαγιά η Μαρίγια
φρόντιζε τις γίδες, η μία ήταν ζαβή και της έσπασε το χέρι αλλά να δεις,
κόλλησε εκείνο μια χαρά κι έμεινε μακρύτερο και αξιότερο από τ’ άλλο. Και
φυσικά φρόντιζε και τις κότες. Τάϊσμα πούλι-πούλι το πρωί, νερό στις πέτρινες
ποτίστρες, μάζεμα τ’ αυγά απ’ τις φωλιές, κάθισμα τ’ αυγά στις κλώσες. Θυμάμαι
μελίσσι τα κλωσόπουλα που γεμίζανε την αυλή με τις τσιρίδες τους και τα
επιδέξια και στοργικά χέρια της γιαγιάς Μαρίγιας που τα συμμαζεύανε πάλι στις
κλώσες να μη χαθούνε και να μην τα πατήσουν τα άλλα ζωντανά. Αυτές οι κλώσες
της γιαγιάς ήταν εκπληκτικές μάνες, επιλεγμένες και σημαδιακές επί τούτου
γενετικά.
Η γιαγιά έκανε κλωνική επιλογή.
Μάζευε τ’ αυγά της αναπαραγωγής απ’ τις γεννούσες κότες, και τις στοργικές,
γιατί ήτανε και μερικές παρανταλιάρες που αφήνανε τ’ αυγά τους να κλουβιάσουν,
και παγαίνανε περίπατο.
Θυμάμαι όταν πρωτοδιορίστηκα
γεωπόνος, ερχότανε δύο φορές το χρόνο τότε μια εγκύκλιος απ το Υπουργείο που
έλεγε «άμα λήψει αναφέρατε αριθμούς ζωικού κεφαλαίου, άλογα, βόδια, γίδια,
πρόβατα και μαζί, όρνιθες. Πρωτάρης, μούκανε εντύπωση που ο Τίτο-ήταν το όνομα
του γραμματέα της Κοινότητος εκεί έγραψε στην στήλη «Όρνιθες» το νούμερο 5009! Καλά
τις μέτρησες του λέω και είναι 5009; Εγώ τις μέτρησα μου λέει, μέτρησέ τες κι
εσύ να κάνεις επαλήθευση! Τελικά επιμένω κι εγώ στη σοβαρότητα που είχαν οι
οικιακές κότες γιατί ‘κεινη την εποχή, καθώς είχαμε βγει απ’ τον πόλεμο
νηστικοί και πεινασμένοι και δεν υπήρχαν αυτά τα τέρατα που κλείνουν τις
κακομοίρες τις κότες τα κλουβιά και τα λέμε σήμερα πτηνοτροφεία οι κότες τότε
της κάθε γιαγιά Μαρίγιας ήταν πολύτιμες γιατί ήταν όπως τις λέμε τώρα
βιολογικές, αυτές που τ’ αυγά τους έχουν διπλάσια τιμή γιατί ζούνε λεύτερα και
τρώνε φυσικές τροφές στο ύπαιθρο και στο γρασίδι. Μια απ’ τις επιλεγμένες
γενετικά κότες της γιαγιά Μαρίγιας ήταν και η Σπιθουρίτσα. Κείνη την εποχή οι
κότες ήταν παρδαλές, δεν ήταν γενετική καθαρότητα και ομογένεια όπως όλες
κόκκινες ή άσπρες. Η φυσική από μόνη της διαδικασία της επιλογής, που την
επιβοηθούσε και η γιαγιά Μαρίγια, εκτός απ’ τους επιδιωκόμενους πρακτικούς
παραγωγικούς χαρακτήρες, έδινε και μορφολογικούς χαρακτήρες σε ποικίλα χρώματα.
Αυτή τη φορά η εκλεκτή της επιλογής της ήτανε μια κοττούλα μέτρια σε μέγεθος,
ήμερη και γλυκιά, έτρωγε να δεις στη φούχτα της και γεννούσε τ’ αυγά στην ποδιά
της! Κιτρινοπράσινη με διάστικτες μαύρες βούλες, σπιθουρή, η σπιθουρίτσα!
Καθώς την άλλη μέρα φεύγαμε — κι
είχαμε περάσει όπως πάντοτε άλλωστε, τόσο όμορφα κοντά στους δικούς μας και στο
χωριό, — και καθώς ο Μπάρμπα Γιάννης μας χάριζε στις σακκουλίτσες φακή βραστερή
απ’ την παρασπορίστρα, κουκιά βραστερά και φασόλια, και η θειά η Παναγιωτίτσα
τραχανά, νάσου και η γιαγιά που έχει πιάσει τη Σπιθουρίτσα, την έχει βάλει σ’
ένα καραμελωτό σακκούλι, της έχει αφήσει έξω το κεφαλάκι με την αδιόρατη
σκουφίτσα και την έφερε δώρο στο Γιαννάκη για να τρώει λέει τ’ αυγό! Ο
Μπαρμπαγιάννης στεναχωρέθηκε. Βρε καημένη γριά, τι είναι αυτά που κάνεις, πώς
θα την πάρουν, τι θα κάνουν με δαύτη τα παιδιά, ξέρεις πού θα πάνε; Με την
κόττα στο τραίνο; Αγρίεψε να δεις, πως η γιαγιά έκανε τάχα χαζομάρες, του
κεφαλιού της, αλλά και η γιαγιά να δεις τώρα άρχισε να κλαίει - γνωστή μέθοδος
επιτυχίας των θηλυκών πάσης της γης πριν να πατήσουν πόδι, φορέσουν παντελόνια,
και γίνουν σύγχρονες φεμινίστριες! Έγινε το δικό της κι ο μπαρμπα-Γιάννης
λογικά υποχώρησε. Πατείς με πατώ σε τότε στο τραίνο με τα μπακάζια, χάσαμε τότε
ήτανε και τη γκλίτσα, αλλά η Σπιθουρίτσα, Θαυμαστή γεννετική επιλογή της
γιαγιάς, έφτασε μια χαρά στο σπίτι και να δεις εσύ που όταν ανοίξαμε το σακούλι
για να τη λεφτερώσουμε, είχε γεννήσει αλήθεια και το αυγό!
Στο σπίτι στην Καλλικράτεια που
την πήγαμε χτυπούσε με τη μύτη της το τζάμι το πρωί, την ταΐζαμε στο περβάζι
του παραθύρου ψυχουλάκια και μας άφηνε να δεις ύστερα κι αυτή, το αυγό!
Σημείωση Ιστολογίου:
Ως
Επετειακή Ανάρτηση για τη συμπλήρωση σήμερα 1.000.000 επισκεπτών, από ενάρξεως της
λειτουργίας της ιστοσελίδος του Συλλόγου μας, επιλέξαμε να δημοσιεύσουμε ένα
ακόμη από τα αριστουργηματικά λαογραφήματα του μακαρίτη γεωπόνου & λογοτέχνη
Κώστα Ι. Κούσουλα, τιμώντας έτσι τη
μνήμη αυτού του ευπατρίδη συγχωριανού μας.
Επιμέλεια- Ανάρτηση: Αλέκος Ι. Βαλάσκας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
"Επιτρέπεται η υποβολή σχολίων σχετικών, βέβαια, με το θέμα της κάθε ανάρτησης. Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και καλόπιστης κριτικής για τα θέματα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας είναι ευπρόσδεκτη. Αντίθετα, κάθε σχόλιο υβριστικού, προσβλητικού & κακόβουλου περιεχομένου και μάλιστα ανώνυμο θα διαγράφεται."