Σελίδες

Σελίδες

Κυριακή 13 Μαρτίου 2022

Ο Γαμπρός


Του Κώστα Ι. Κούσουλα (1921-2018)

      Ο πατέρας πήγε δύο φορές στην Αμερική. Είχε τελειώσει το νεοσύστατο τότε στο χωριό, το λεγόμενο, Σχολαρχείο, με τρεις τάξεις του γυμνασίου...

Αυτό ύστερα για κάμποσα χρόνια καταργήθηκε. Στη Θέση του έγινε το Ημιγυμνάσιο, με δυο τάξεις, πρώτη και δευτέρα του γυμνασίου που τελειώναμε αργότερα εμείς οι φερέλπιδες της δικής μου γενιάς πριν πάμε στο γυμνάσιο του Δαδιού. Ήταν αριστούχος ο πατέρας μου, και τρομερός καλλιγράφος, αλλά καθώς ο παππούς ο Κώστας ήταν φτωχός κι έπρεπε να πάει για να τελειώσει το γυμνάσιο, στη Λαμία ή στο Δαδί και χρήματα δεν υπήρχαν, σταμάτησε αναγκαστικά και πήγε στην Αμερική, στο Οχάιο και στη Γιούτα, για ανώτερες σπουδές στις μίνες (στοές ορυχίων) με τα κάρβουνα. Είχε προηγηθεί στην Αμερική ο μπάρμπας μου, ο Μήτσος, ο επιλεγόμενος Μητσέας. Γυρίζοντας τα δυο αδέλφια μοιράσανε το μικρό οικόπεδο που ήταν δίπλα στην εκκλησιούλα, τότε της Παναγίας, και φκιάσανε τα δυο σπίτια, τα Κουσλέϊκα, πάνω σπίτι και κάτω μαγαζί, καφεπαντοπωλείον.

          Καθώς ο Μπάρμπα Μήτσος, απόχτησε με τη γόνιμη θεία Θυμία τα δώδεκα παιδιά, σ’ αυτά να δεις όπως ήταν φυσικό δεν άντεξαν και το παντοπωλείο και το σπίτι. Όποιος νομίζει ότι μπορεί να τα καταφέρει με δώδεκα παιδιά διαφορετικά, ας δοκιμάσει. Ήταν τότε της μόδας να βαφτίζει λέει η Βασίλισσα το δέκατο παιδί, αμ το δωδέκατο, τρέχα γύρευε, η Μεγαλειοτάτη δεν μας τίμησε. Ποιος ξέρει. Μπορεί αυτόν να τον τιμήσει... Του το πήρανε, και το σπίτι, η τράπεζα και ο γέρος Θεμιστοκλής τότε ο Δρίβας προς τον οποίο, αν θυμάμαι καλά, ο μπάρμπα Μήτσος ήτανε χρεώστης. Απ' αυτόν το αγόρασε νομίζω ο Λουκάς ο Κολοκύθας και το’χει τώρα μαγαζί. Έτσι ο μπάρμπα Μήτσος, δυνατός και συνηθισμένος στο σκάψιμο απ’ τις μίνες, έσκαψε τότε κάτι βράχους στο κάτω μέρος του χωριού προς το Μύλο τους γονιμοποίησε κι αυτούς, και έφκιασε εκεί τα Κουσλέϊκα περιβόλια. Ο πατέρας μου είχε φέρει τάλλαρα απ' την Αμερική. Πήρε και την κυρά Φροσύνη που την αγάπησε και έκαμε κι αυτός τη δική του με μας προκοπή. Για κάμποσο καιρό στα πρώτα χρόνια, τα πήγε καλά. Ύστερα καθώς η καινούρια Εκκλησία, η σημερινή επιβλητική Μητρόπολή μας, που αναγέρθηκε στο μέρος της παλιάς χτίστηκε όπως έδει μεγαλοπρεπής, αλλά έγειρε μεροληπτικά ίσως να δεις, προς τη δική του μεριά - λόγω ευνοίας προφανώς προς τον παππού τον Κώστα που στην παλιά μικρή εκκλησία ήταν ψάλτης και καντηλανάφτης αμοισθί - η επιχείρησις καφεπαντοπωλείον δυστυχώς έμεινε χωρίς εξωτερικό ζωτικό χώρο. Όσο καιρό στην αρχή δεν είχαν κρασπεδώσει την περιοχή γύρω της εκκλησίας ο πατέρας είχε φυτέψει δύο - τρεις πλατάνους στην κάτω μεριά και άπλωνε δικά του τραπέζια για την πελατεία.

          Σ’ ένα απ’ αυτά τα τραπέζια έπαιζαν κοντσίνα ο μπάρμπά Παμεινώντας με τον παππού το Γεροστάθη και τους αποθανάτισα στο «λουκούμι», διήγημα που κρίθηκε άξιο δημοσίευσης τιμητικά απ’ τις εκδόσεις Κέδρος. Αυτό ύστερα και οι αλμυρές σαρδέλες, ας όψονται, με έκαναν να δεις μέγα συγγραφέα για να εισπράξω απ’ τον παππού το Γεροστάθη λίγο αργότερα μια επιβράβευση τόσο θαυμαστική με το κλασικό του εκείνο «να δυο πλιά» όταν του παρουσίασα το πρώτο μου βιβλίο την ψηλοκαλαμιά, γεγονός που μαζί με τις σαρδέλες αξίζει αλήθεια να σας το περιγράψω την επόμενη φορά. Σε χρόνους λοιπόν τότε χαλεπούς, κόψανε τα πλατάνια του πατέρα, γιατί καθώς στο στενό που έμεινε πίσω απ’ την εκκλησία, δεν χωρούσαν να περνάνε ούτε γαϊδουράκια, και έπρεπε σύμφωνα με την επελθούσα εξέλιξη του χωριού μας να περνάνε ύστερα τόσα αυτοκίνητα, δεν χωράγανε φυσικά και τα πλατάνια και τα κόψανε. Τώρα το πως η εκκλησία, άφησε τόσο χώρο απ’ όλες τις άλλες μεριές και στένεψε μόνο προς τη δική μας αυτό λέει ήτανε το σχέδιο, έτσι έγινε το σχέδιο, μπάρμπά Γιάννη, εμείς είπαν οι αρμόδιοι, εφαρμόσαμε το σχέδιο. Ας είναι, ο πατέρας το πάλευε ακόμα με το σχέδιο, πριν γίνουν οριστικά πλέον τα κράσπεδα της εκκλησίας και χωρέσουν στο μεταξύ να περνάνε απ’ το στενό μας αντί γαϊδουράκια και τα της σύγχρονης τουριστικής Πολυδρόσου τα κοσμοβριθή αυτοκίνητα. Άπλωνε ακόμα τις Κυριακές το χειμώνα με τον ήλιο στο προσήλιο ως πέρα τα τραπέζια και στόμωνε τους από κάτω ανταγωνιστές που ήτανε σε μειονεκτική θέση, λόγω κλιματικής έκθεσης και εξαιτίας των πλατανιών που αυτός δεν είχε, αλλά πλεονεκτούσαν έτσι αυτοί το καλοκαίρι. Θυμάμαι λοιπόν πως μια τέτοια Κυριακή με ήλιο, γινότανε τότε εκεί το σώσε. Να τρέχει πέρα δώθε ο πατέρας στο σερβίρισμα, να φωνάζει ηχηρά στη μάνα μου που ήτανε στο μπουφέ, τρεις βαρείς γλυκούς, τρία λουκούμια, δύο με ολίγη, ένα μέτριο, δύο υποβρύχια και να τρέχει πέρα δώθε και να μην φτάνει. Αμ’ εσύ τι έκανες, θα μου πείτε. Αχ τι να σας πω για το βάσανό μου. Τον βοηθούσα βέβαια έναντι υποχρέωσής μου γιατί πήγαινα στο Ημιγυμνάσιο, αλλά άμα δεν είχε γάμους! Τι ήτανε αλήθεια εκείνο με τους γάμους! Δεν άφηνα γάμο για γάμο χωρίς να τον δω στο χωριό, ήτανε τότε λέω, κάτι μεταξύ 30 και 1935. Θυμάμαι το γάμο να δεις του Στάθη του Φούρλα, του Κώστα του Ρέββα, του Γιάννη του Μπλαρά που πήρε τη δική μας τη Γιώργού, του Παναγιώτη του Πάντου του Κογιώτα, που πήρε την Ασήμω, της Καστσαμπέρως όπως τη λέγαμε, που πήρε τον Νίκο τον Παναγιωτή - ας με συγχωρήσει η Αθανασία, αν ακόμα ζει, νομίζω αυτό ήταν τότε το παρόνομά της, όμορφο. Κατσιαμπέρω! Του Αριστείδη του Κωστούλα, του Θανάση του Κοπανάκη που πήρε τη ξαδέλφη μου την αηδονόλαλη τη Θυμία την αδελφή του Λιάκου του Καραθάνου και ποιους άλλους ακόμα γάμους να δεις δε θυμάμαι: του Θανάση του Ραχάτη, του Χρίστου του Παπαθανάση και άλλων ων ουκ έστιν αριθμός. Τι ήταν αυτό που με τράβαγε σα μαγνήτης με τους γάμους! Ήτανε η άμετρη περιέργεια μου για όλα; Ήταν η μουσική τους, με εκείνο το παραδοσιακό εισαγωγικό τους ταρατάμ κουπλέ που έπαιζε το κλαρίνο και το σαντούρι, ενώ το βιολί κρατούσε τον ίσιο με τα δικά του τσακίσματα; Ήταν το τραγούδι με το “ας πα να ιδούν τα μάτια μου”, ή “το έρχομαι αγάπη μου έρχομαι”, τι ήταν τέλος πάντων αυτό το μαγικό! Η πριβέντα και το ρόδι που έσπαγε η όμορφη νύφη πριν περάσει το κατώφλι της πεθεράς; Ο χορός του γαμπρού και της νύφης, κοίτα στόλισμα η νύφη, ο χορός του κουμπάρου - τώρα να δεις χορεύει ο κουμπάρος πω πω, ο κουμπάρος ο Μαυράκης που ρίχνει στην κομπανία χιλιάρικο, παράγγειλε τώρα την Ιτιά, το είδες βρε, χιλιάρικο ολόκληρο ξελαιμιά­στηκα να τα βλέπω όλα, γιατί σε κείνη την ηλικία δεν ήμουνα απ’ τους ψηλούς, ήμουν απ’ τους φουκαράδες τους κοντούς. Και να δεις, δε μου έφτανε ένας γάμος! Αν είχε δύο -τρεις την ίδια μέρα έπρεπε να τους δω όλους. Και να πεις πως πήγαινα άντε με παρέα; Όχι! Σημαδιακό, ήμουνα να δεις πάντα μόνος, κατάμονος, στο άλλο πλήθος, απορώ μάλιστα και τώρα γιατί δε θυμάμαι να με συνόδευε ποτέ κανένας όμοιος, συνομήλικος σ’ αυτή την τρέλα μου. Έτσι έγινε που λέτε και ‘κείνη την Κυριακή.

          Ο πατέρας φυσικά περίμενε να τον βοηθήσω κι εγώ κρυφά τό’σκασα απ’ την πίσω πόρτα. Θα πεις πως ήταν νωρίς ακόμα που έφυγα, δεν είχε πήξει η δουλειά, κι ούτε υπελόγιζα σε τόση απροσμέτρητη ύστερα σύναξη και πελατεία. Έλαμπε ο ήλιος, Μάρτης ήτανε, καλοσύνη είχε, να παρ’ η ευχή σύμπτωση, είχε και τρεις γάμους, και χορό στην πλατεία με έναν απ’ τους γάμους και ο κόσμος είχε κουβαριαστεί σα μελίσσι να βλέπει και να χαίρεται, άλλο χάζι δεν είχε κι αυτός ‘κεινη την εποχή, ήταν σαρακοστή για το Πάσχα, κι ήθελα να τους δω και τους τρεις. Γύρισα μουδιασμένος, έφτασα πάλι απ’ την πίσω πόρτα καθώς κατάλαβα πως ο πατέρας είχε φυσικά παρανταλιάσει και ήταν με το δίκιο του έξω φρενών. Που ήσουνα βρε; φώναξε μέσα στην οχλαγοή και την άμετρη βαβούρα. Είπα, τραυλίζοντας, ήμουνα να, στο γάμο να ... του... Για γαμπρός μωρέ πήγες; Πάρε τώρα, νά, και τα κουφέτα! Συνέχισε έξαλλος και φούσκωσε καταπάνω μου να δεις τα νερά που ήταν στο δίσκο που σέρβιρε τους καφέδες... Να μωρέ γαμπρός!


Σημείωση Ιστολογιόυ: 

            Την κεντρική Φωτογραφία της σημερινής μας δημοσίευσης την επιλέξαμε από το φωτογραφικό αρχείο του Συλλόγου μας, ως αντιπροσωπευτική ενός παλαιού παραδοσιακού γάμου στη Σουβάλα, μιας και σε τέτοιους γάμους αναφέρεται στο εξαιρετικό αφήγημα του ο Κώστας Κούσουλας.  

        Και βέβαια, θεωρούμε χρέος μας, εις μνήμην όλων των εικονιζόμενων σε αυτήν τη φωτογραφία να αναφέρουμε και τα ονόματα τους:   

         Πρώτος στο χορό του γάμου, ο πατέρας του γαμπρού ο γέρο-Λουκάς Τοπάλης (Ταλατούνης) με την παραδοσιακή φορεσιά την Καμσόλα, τον κρατάει η νύφη και ακολουθούν  μετά, ο κουμπάρος ιατρός Νευρολόγος-Ψυχίατρος Νίκος Βλάχος, ο γαμπρός Παναγιώτης Τοπάλης, ο Θανάσης Λ. Αργυρίου (γαμπρός απ’ αδελφή του Παν. Τοπάλη), ο Θανάσης Λαγός (φίλος του γαμπρού), ο γέρο-ΣκορδοΘύμιος (νονός του γαμπρού), ο Νίκος Αντωνίου (παρακουμπάρος) & ο Φώτης Σταματίου (γείτονας & συνάδελφος του γαμπρού).

 

      Επιμέλεια- Ανάρτηση: Αλέκος Ι. Βαλάσκας

 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Επιτρέπεται η υποβολή σχολίων σχετικών, βέβαια, με το θέμα της κάθε ανάρτησης. Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και καλόπιστης κριτικής για τα θέματα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας είναι ευπρόσδεκτη. Αντίθετα, κάθε σχόλιο υβριστικού, προσβλητικού & κακόβουλου περιεχομένου και μάλιστα ανώνυμο θα διαγράφεται."