…λαογραφικό αφήγημα.
Του Κώστα Ι. Κούσουλα (1921-2018)
Διακαής πόθος μου – έτσι θα το πω – σαν μεγάλωσα κάπως
στο μεταξύ κι έγινα ως οχτώ – δέκα χρονών, ήταν να πηγαίνω στο απάνω χωριό,
στην Απάνω Σουβάλα...
όπου αυτή η θεία με το εντελώς
ξεχωριστό αυτό λαμπερό όνομα, η θεία Αστέρω είχε παντρευτεί τον μπάρμπα Λουκά
το Θάνο ή Μπαρδαμπούλια, έναν πολυτεχνίτη φτωχό ‘κείνης της εποχής, όπως ήταν
άλλωστε και όλοι οι γαμπροί απ’ το Απάνω χωριό. Λίγο τσοπάνης, λίγο γεωργός,
περιβολάρης ή δεντροκόμος και λίγο ξυλοπελεκητής! Αυτό το τελευταίο το είχαν
σαν επάγγελμα ποιος λίγο, ποιος πολύ, όλοι σχεδόν οι πανωχωρίσιοι και αφορούσε
την επίδοση και απασχόλησή τους στην ξακουστή τότε ξυλοβιοτεχνία του καιρού
τους, δηλ. στην κατασκευή από ξύλο οικιακών αντικειμένων και εργαλείων όπως,
κουτάλια, πηρούνια, πιάτα, γαβάθες, γουδιά, σκάφες κ.τ.λ. Ιδιαίτερα οι
πανωχωρίσιοι φκιάνανε ρόκες για γνέσιμο με αδράχτια και σφοντύλια, έτσι που ο
περίφημος και ιδιόρρυθμος ύστερα κουτσός μπάρμπα Στάθης ο Θάνος, ο Γούλας,
καθώς τέντωνε περήφανα μπροστά το κουτσό πόδι του, τα συμπεριλάμβανε τα
τελευταία όλα σε μια λέξη, αυτοβαπτιζόμενος ο ίδιος ως «βιομήχανος ειδών σφοντυλοαδραχτοποιίας», επίδοση τόσο εμφαντική
όπως σας το είπα, του χωριού μου, που έφτανε εμπορικά με τα σπουδαία αυτά
προϊόντα του στα πλούσια χωριά της Κωπαΐδας, κοντά και μέχρι έξω απ’ την Αθήνα,
όπου οι ιδιόμορφοι αυτοί πανωχωρισαίοι μεγαλοβιομήχανοι πουλούσαν την βαρεία
πραμάτεια τους φορτωμένη στα γαϊδουράκια τους. Εκεί σταματούσαν λόγω του
ανταγωνισμού που συναντούσαν αυτά τα γραφικά ξύλινα παράγωγα τους, εξαιτίας της
ανάπτυξης ήδη στις μοντέρνας σιδηρομεταλοβιομηχανίας της πρωτεύουσας.
Στο
Απάνω λοιπόν χωριό ο Μπάρμπα Λουκάς με τη θεία Αστέρω είχανε το δικό τους
φτωχικό σπίτι και νοικοκυριό με παρόμοιες τέτοιες πανωχωρίσιες επαγγελματικές
ενασχολήσεις. Κι αυτό το ζευγάρι των θείων μου ήταν επίσης αρκετά γόνιμο. Καθώς
οι άλλοι θείοι μου μετρούσαν τα παιδιά τους, σ’ ολόκληρη, στη μισή ή έστω στα
δύο τρία της ντουζίνας, έτσι και ο θείος Λουκάς με τη θεία Αστέρω είχαν νομίζω
οχτώ - εννιά παιδιά.
Το σπίτι τους στο Απάνω χωριό, ήταν όπως
ένα τυπικό φτωχικό χαμώγειο κείνης της εποχής. Θυμάμαι πως και μικρός ακόμα,
πριν πάρω το ψηλό μου μπόι, έσκυβα για να μπω σ’ ένα μονόχωρο χωματένιο πάτωμα,
το ισόγειο, που ξάμωνε ως δύο – τρία μέτρα σε βάθος μπαίνοντας. Ύστερα περίπου
απ’ τη μέση αυτής της μίζερης έκτασης που έπαιζε το ρόλο χώρου υποδοχής, ή λίγο
πιο μπροστά, ήταν η εστία της φωτιάς με το μπακράτσι και λίγο πιο πέρα, άρχιζε
ένα μεσοπάτωμα στρωμένο με σανίδια, που λειτουργούσε σαν ένα είδος
πολυκρέβατου, αν στέκεται δόκιμα ο όρος. Πάνω σ’ αυτή τη μόνιμη στρωματσάδα
έπαιρνε θέση δίπλα - δίπλα σχεδόν όλη η φαμελιά. Λέω σχεδόν, γιατί πάντα ένα -
δύο ή και περισσότερα απ’ τα πρώτα μεγάλα κορίτσια ή αγόρια, νύχτα ή μέρα,
λείπανε στις διάφορες δουλείες: στα λίγα πρόβατα ή γίδια που βγαίνανε στη
βοσκή, στα ποτίσματα που θέλανε τα φασόλια ή τα καλαμπόκια, στο ανέβα – κατέβα
με τα πόδια που απαιτούσε η ταχεία σύνδεση του πάνω με το κάτω χωριό, όπου η
οικογένεια, όπως όλοι οι πανωχωρίσιοι, είχε σηκώσει κι αυτή τοίχους για να
φτιάσει ψηλό επιβλητικό σπίτι, στα ξύλα
που θέλανε κόψιμο ή κουβάλημα και σ’ άλλες ακόμα δουλειές. Καθώς εγώ μάθαινα
γράμματα, δεν συνειδητοποιούσα γιατί τα ξαδέλφια της ηλικίας μου δεν πηγαίνανε
σχολείο. Ο μπάρμπα Λουκάς όσο έχανε σε μπόι, το κέρδιζε σε σοβαρότητα και ύφος.
Αυστηρός και βλοσυρός με τα δασιά φρύδια και τις άγριες μουστάκες του, καθόριζε
σαν στρατηγός τα καθήκοντα ανηλίκων και ενηλίκων, ενώ η θεία Αστέρω που βύζαινε
το Λιάκο, το σημαντικό οψιμάδι της γεννετικής σειράς που ζει ακόμα σα γέρικο
θεριό στον Παρνασσό, ήταν φαφούτα, αλλά με κλασσική όμορφη ελληνική κατατομή
και κατάμαυρα ακόμα μαλλιά, όμορφα μάτια και φρύδια. Με φίλευε και μ’ αγαπούσε
σαν αίμα της, ένιωθε περήφανη που έπαιρνα τα γράμματα, και με φόρτωνε βιολογικά
μηλαράκια και κοκοσιούλες, ξερά καρύδια που τη μισή ψίχα τους την τρώγανε, πριν
από μένα, τα σκουληκάκια.
Ο
πατέρας μου, μαντεύω τώρα το λόγο, που προσπαθούσε κάθε φορά να με συγκρατήσει.
Τι θα κάνεις - μου ‘λεγε – μωρέ στο
Απάνω χωριό, κάτσε εδώ σε μια μεριά, θαρρείς οι άνθρωποι εκεί δεν έχουν άλλη
δουλειά να κάνουν, αδειάζουν να σε βλέπουν όλη την ώρα να τους κολλήσεις εκεί
όλη την ώρα πεζεβένη, σα μπάστακας! Που θα σε βάλλουν μωρέ να κοιμηθείς; Ναι,
οι τόσο καλοί συγγενείς μου εκεί, ήταν φτωχοί σε σχέση με μας, και ντρεπότανε
γι’ αυτούς, ντρεπόντανε, που να με βάλουν αλήθεια να κοιμηθώ, αφού με τρώγανε
οι ψύλλοι και το μικρό καλυβόσπιτο μύριζε προβατίλα και γαλατίλα απ’ το τυρί
και το γιαούρτι που έπηζε εκεί στο μπακράτσι της φωτιάς ο μπάρμπα Λουκάς για
χάρη μου, αλλά και για τις επίσημες ανάγκες της οικογένειας. Όμως εγώ βλέπεις
δεν κρατιόμουνα…
Η
χαρά μου ήταν ανείπωτη το καλοκαίρι που τέλειωναν τα μαθήματα, να σεργιανάω
γύρω απ’ το τόσο φτωχό σπίτι, σε μια φύση, κατ’ αντιπαράθεση, τόσο προικισμένη
και όμορφη, που παρότι ή μέχρι τούδε περιγραφική λογοτεχνική εμπειρία μου
είναι, θα μου επιτρέψετε να πω, αρκετά πλούσια και δόκιμη σε δύναμη,
δυσκολεύομαι εντούτοις και δεν βρίσκω τα λόγια να σας την περιγράψω. Μηλιές,
κερασιές, κορομηλιές, σε μια ακέρια φυσική και γοητευτική αταξία, ανάμεσα σε
φράχτες από ανθισμένες κρανιές και βατουλιές όπου το δροσερό νερό ανάβλυζε και κελάρυζε
τραγουδώντας μαζί με τ’ αηδόνια και τα κοτσύφια! Καλαμπόκια με το γαλακτερό
καρπό τους γλυκό σα μέλι, φασουλιές με φασουλάκια κρεμασμένα σαν πολυέλαιοι στα
ψηλά ικριώματα από διχαλωτά κλαδιά και αδέσποτα άγρια βλαστάρια, μαζί, με τα
κατακόκκινα κεράσια στις κατάφορτες κερασιές και τον αστραφτερό ήλιο, που
καμπάνιζε στα ξέφωτα σαν παίζοντας με τα κοτσύφια ανάμεσά τους κι αυτός και
τραγουδώντας.
Έπαιρνα
άκρη – άκρη το μικρό μονοπάτι δίπλα στο νερό που ερχόταν απ’ την πηγή λίγο πιο
πάνω, της Αγίας Βαρβάρας, περπατούσα παράλληλα καθώς αυτό κατέβαινε, εγώ
ανεβαίνοντας. Ανέμελος, χωρίς ρολόι, που να μετράει σαν σήμερα το χρόνο που
σώνεται και τη σημασία του, χωρίς σκοπό. Σαν κουραζόμουνα και πεινούσα απ’ το
περπάτημα και τον καθαρό αέρα, γύριζα και έτρωγα με όρεξη το ευωδιαστό γιαούρτι
που έπηζε για χάρη μου στο βεδούρι ο θείος ο Λουκάς με το ξύλινο αρωματικό
κέδρινο κουτάλι του.
Χρόνια
ύστερα, μεγάλος, τραβώντας περπατητός για το πάνω χωριό θυμάμαι που πιο κάτω
ακόμα απ’ το Αη- Λιά ανεβαίνοντας ο πευκιάς ατόφιος και ισκιερός γεφυρώνει από
πάνω σου το μονοπάτι και το κλείνει σα σήραγγα. Το φως σώνεται θαμπό, ο ήχος
κόβεται σα με μαχαίρι, βαδίζεις θαρρείς απόξενος και μακρινός σ’ άλλο κόσμο.
Στο χώμα οι ξεραμένες βελόνες απ’ τα φύλλα στρώνουν το μαλακό τους χαλί να
περπατάς ξεκούραστα, να μην αποσταίνεις, ν’ ανεβαίνεις αθόρυβα σαν το πουλί.
Ανασαίνεις και νιώθεις φυτρωμένα τα φτερούγια στις πλάτες σου, τ’ αναμπαίζεις
αλαφρά κι ωπ! ψυχή μου πώς χαίρεσαι που πετάς!
Χαμηλά
το φως σκαλώνει από κορμό σε κορμό πλουμιστό σαν την τσικλητήρα, στραφταλίζει
στους καταρράκτες απ’ τις ηλιαχτίδες με ένα σωρό ασημένια και χρυσαφικά
ζουζούνια που στριφογυρίζουν στη δίνη τους μεθυσμένα, κι ύστερα απότομα
ξεθηκαρώνει τις φοβερές του ρομφαίες και κυρίαρχο στραφτοκοπάει πυρπολώντας τ’
άσπρα πεζούλια κατάκορφα στη ράχη στο ‘κλησσιδάκι τ’ Αη Λιά. Κάτω δυτικά
βυθίζεται στη χαράδρα ο ταπεινός Αη - Γιάννης δίπλα στους κοφτούς γκρεμούς με
τα σμαριασμένα αγριοπερίστερα, και χαμηλά, χάνεται στη ρεματιά το πλατανόδασο
με τις νεροτροβιές και τα μαντάμια. Από ψηλά ξεχωρίζει η ασημόσκονη των νερών
που πάλλεται στον ήλιο σκορπισμένη και διάφανη μαζί με τον απόηχο απ’ τα
σύνεργα που χτυπάνε και πουπουλιάζουν τις χιονάτες μαλλινοβελέτζες και τις
χρωματιστές φλοκάτες. Και σε μια τουφεκιά τόπο απέναντι, ανατολικά μέσα στο
καταπράσινο, προβάλει πανέμορφο το Πάνω χωριό, που φιλοξενεί τώρα τις βίλλες
των Αθηναίων!
Αλήθεια
σκέφτομαι μαζί όσο μπορώ ακόμα και περπατάω. Αυτή την όμορφη συνήθεια την είχε και
ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ, πράγμα που με παρηγοράει. Κι’ ήταν φοβερός πεζοπόρος.
Σιαμπερύ – Παρίσι, λέει, κάπου εξακόσια χιλιόμετρα με τα πόδια! Περπατούσε
συνέχεια, δεκαπέντε – είκοσι μέρες, όσο να φτάσει. Κοιμότανε στο δάσος και τον
ξυπνούσαν το πρωί τ’ αηδόνια στο Ραδανό. Και τι δεν έβλεπε, και τι δεν μάθαινε
στο δρόμο του σα φυσιοδίφης και φιλόσοφος που ήτανε, θαυμάζοντας τα πουλιά και
τα φυτά. Άντε τώρα να μπαίνεις μέσα σε μια απαστράπτουσα λιμουζίνα και να
φευγατίζεσαι σα ρουκέτα στα σαλέ για να ανεβείς στο Γκστάαντ! όπως τον
ονομάσανε τώρα, τον Παρνασσό! Τι προφταίνεις μωρέ να δεις έτσι, απ’ αυτό τον
κόσμο το μικρό, το μέγα! Εεχ! Γυαλισμένη λαμαρίνα και τενεκές απαστράπτων έγινε
σήμερα το πρότυπο της ζωής. Παν ότι λάμπει, δεν είναι βέβαια και χρυσός! Ας πούμε
μωρέ ότι είναι και χρυσός, και ότι όλοι αυτοί οι σπουδαίοι άνθρωποι που τον
έχουν τρώνε και με χρυσά κουτάλια! Σκέφτομαι πόσο κρύα και βαρεία είναι και με
πιάνει ρίγος! Θυμάμαι ακόμα την ταπεινή γιαούρτι και τη μοσκοβολιά της όταν την
έτρωγα στης Θείας Αστέρως με το ξύλινο αρωματικό κουτάλι από κέδρο που το
έφκιανε ο θείος ο Λουκάς. Ευφραινόσουν απ’ τη θεία επιμειξία! Αλήθεια! Ρε, μπας
κι είχανε δίκιο οι πανωχωρίσιοι χωριανοί μου που φκιάσανε εκείνο τον καιρό και
τρώγανε με ‘ κείνα τα ξύλινα κουτάλια!
Επιμέλεια-
Ανάρτηση: Αλέκος Ι. Βαλάσκας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
"Επιτρέπεται η υποβολή σχολίων σχετικών, βέβαια, με το θέμα της κάθε ανάρτησης. Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και καλόπιστης κριτικής για τα θέματα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας είναι ευπρόσδεκτη. Αντίθετα, κάθε σχόλιο υβριστικού, προσβλητικού & κακόβουλου περιεχομένου και μάλιστα ανώνυμο θα διαγράφεται."