Σελίδες

Σελίδες

Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2022

Η παλιά κουρελού…

              …ένα ακόμη λαογραφικό αφήγημα Σουβαλιώτικου περιεχομένου του μακαρίτη συγχωριανού μας Γεωπόνου & Λογοτέχνη Κώστα Ι. Κούσουλα.

                      Οι Γιάννης Τριαναφύλου(Μασούρας ή Καραπιπέρης) & ο Γιάννης Κ. Θάνος (Καράπας) στο Καφενείο του Γιάννη & της Φροσύνης Κούσουλα (Δεκ. ‘60) όπου διαδραματίζεται η ιστορία που μας αφηγείται ο Κ.Κ.   


Του Κώστα Ι. Κούσουλα (1921-2018)


          Ήταν μεροκαματιάρηδες. Οι πιο πολλοί, πανωχωρίσιοι που κατεβήκανε όψιμα και μείνανε χωρίς χωράφια, πολλοί, κάπου εκατόν πενήντα οικογένειες στο χωριό...

 Είναι μια ιστορία που αξίζει να σας τη γράψω μια άλλη φορά. Ένας τους ίσως ήτανε και ο γέρο Χρηστίδης. Τον θυμάμαι από νεώτερο ακόμα, τότε πουρχώτανε απ’ το πρωί στο καφενείο του πατέρα για να πιεί κι αυτός τον καφέ ξεκινώντας απ’ την πέρα μεριά με το Δεληγιάννη, τον επιλεγόμενο Γάτο, και την παρέα του κοντά απ’ το Μύλο. Ήτανε πάντα ντροπαλός ο Χρηστίδης από νέος και συνεσταλμένος και όμορφος να δεις με μια δόση ωραιοπάθειας, με το μουστακάκι, ελαφρά στριμμένο και κινήσεις προσεγμένες, δισταχτικές. Οι άλλοι της παρέας, νέοι τότες, ο Μάνθος κι ο Ασκολούκας, τύποι λαϊκοί, λεβέντες αρειμάνιοι, ασίκηδες, θυμάμαι γελάγανε, φωνάζανε, ο ίδιος ξέμεινε ντροπαλός, αμίλητος. Ξεχωριστός.

          Κείνο το πρωί ο πατέρας είχε ξυπνήσει απ’ τις τέσσερις. Η καινούργια σόμπα του αρχικατασκευαστή με τα μεγάλα ταλέντα, του Γιάννη Τριανταφύλλου, του επιλεγόμενου Μασούρα – ποιος ξέρει γιατί το τέτοιο παραγκόμι – ήταν στο φόρτε της. Αυτός ο χλωμός, ο λεπτός, αυτοσχέδιος φαναρτζής ήταν και τόσο λιγόλογος, όσο αντίθετα τόσο θαυμαστά ήτανε τα έργα του. Κι άλλη φορά τον μνημόνευσα. Έκοβε με το απίθανο κοφτερό ψαλίδι του τσίγκους, παφίλια, τενεκέδες και λαμαρίνες και έφκιανε λοιπόν φανάρια και λύχνους που καίγανε ανάλογα λαδάκι ή πετρέλαιο, το λεγόμενο τότε εμπορικό, άσπρο του φωτισμού. Τα φανάρια σε δύο μεγέθη: μεγάλα που να φέγγουν τη νύχτα όταν ποτίζεις τα μπαμπάκια να μη σου φεύγει το νερό,  και τα συνήθη για το σπίτι, για να πας να ποτίσεις ή να ταΐσεις στον αχυρώνα, τα ζωντανά. Το μεράκι του ήταν στους νιφτήρες που τους έβαζε χρώματα και πουλιά. Κομψά και όμορφα ήταν και τα δοχεία που έφκιανε για το λάδι, τα λεγόμενα ροϊά. Τα μικρά να δίνουνε το λάδι τρίχα – τρίχα για τους φτωχούς και τ’ άλλα μεγάλα με χοντρή βρύση για τους πλούσιους. Έφκιανε και κουταλάκια του καφέ του ενός ή των δύο, με ουρά για το ανακάτεμα, μπρίκια κομψά με πάτο αμέσου θερμάνσεως για τσάι ή για καφέ, σόμπες κομψοτεχνήματα κατά παραγγελία λιλιπούτειες για τα κουρεία που ζεσταίνανε και το νερό του ξυρίσματος των πελατών. Έφκιανε ο Γιάννης και σόμπες γίγαντες θεριά, χτισμένες εσωτερικά με τούβλα, σόμπες μασίνες τετράγωνες κουζίνας για τις νοικοκυρές ή στρόγγυλες από βαρέλια πετρελαίου που τις στέριωνε με τα ποδάρια τους ανάλογα ψηλότερα ή χαμηλότερα για μεγάλους χώρους, αποθήκες και μαγαζιά. Του μακαρίτη του Γιάννη του αξίζει σήμερα ιδιαίτερα στην αφήγησή μας αυτή η παρουσίαση της επιχειρηματικότητας του σε όλη τη γκάμα των προϊόντων του με τα οποία ο ίδιος εξασφάλιζε τα προς το ζειν χωρίς να πλουτίσει και εξυπηρετούσε φωτίζοντας και θερμαίνοντας το χωριό. Στην καινούργια σόμπα απ’ το βαρέλι πετρελαίου με τα ψηλά πόδια ο πατέρας κείνο το πρωί είχε ρίξει κι όλας δύο κούτσουρα προς δοκιμήν και να δεις που έτρεμε ύστερα ο τόπος. Μπουμπούνιζε, όπως καλοτραβούσε απ’ τα χοντρά μπουριά της κι έβγαζε πανηγυρικά το λαμπρό της φωτιάς. Είχε μπει για τα καλά να δεις ο χειμώνας, προχωρημένος Νοέμβρης. Το χιόνι άσπρο κι όλας ήταν απ’ τ’ αποβραδίς στη μεγάλη ράχη και κατέβαινε απειλητικό να σκεπάσει με το σάβανό του το χωριό. Ξαπλωμένος ακόμα στο πάτωμα άκουσα από κάτω το γέρο Κολοκύθα που βλαστημούσε μόλις μπήκε, τον καιρό. Καλημέρα Γιάννη, α πα πα, κρύο π’ ανάθεμά το, τόστρωσε κι όλας ψηλά. Τα χαράματα να δεις θα το’ χουμε για τα καλά και δω…

          Σηκώθηκα αμέσως απ’ το στρώμα κι έπιασα παράθυρο. Σκοτεινά ακόμα κι οι νυφάδες αριές – αριές στροβιλίζονταν στο τζάμι που το θάμπωνε η ανάσα μου. Μια και δυο κατέβηκα ως συνήθως ξυπόλυτος κάτω. Σας το γραψα κι άλλη φορά. Ο πατέρας μου έκανε, έφκιασε μάλλωσε, αλλά τελικά μ’ άφησε να δεις να κάνω παρέα, κι ας ήμουν μικρός, μ’ αυτούς τους αγριομερνούς. Τ’ Αγιαντρέα περασμένα ήτανε το πρώτο χιόνι της χρονιάς. Η σύναξη γύρω απ’ τη σόμπα ήταν μεγάλη, και να δεις πιο μεγάλη ήτανε η αμάχη που είχαν πιάσει γεωργοί, και κτηνοτρόφοι για το ποιος κουράζεται και βασανίζεται περισσότερο χειμώνα – καλοκαίρι σ’ αυτό το χωριό. Ο Μανετόγιαννος, μέγας γεωργός, απ’ την κάτω γειτονιά στήριζε με επιχειρήματα ατράνταχτα τα βάσανα των γεωργών που τυραννιούνται να σπείρουν, να σκαλίσουν, να θερίσουν, να ποτίσουν όλο το καλοκαίρι, όταν εσείς οι τσομπάνηδες τα απολάτε, πρόβατα και γίδια και χαίρεστε τα κρύα νερά και τις δροσιές πάνω στο βουνό. Ο γέρος Κολοκύθας τ’ άκουγε και καθότανε λέει τώρα στα καρφιά. Αχ τι ξέρετε μωρέ εσείς! Πρέπει να σηκωθώ τώρα να τα συμμαζέψω, να κουβαλήσω, να τα ταΐσω, να τα ποτίσω τα έρμα, ποιος ξέρει πόσες μέρες θα κρατήσει τούτος ο καιρός. Κι εγώ; περίμενα βέβαια να φέξει να δω τις νιφάδες που στριφογύριζαν, τον πλάτανο πασπαλισμένο και στολισμένο σ’ όλα τα κλαδιά, τους δρόμους κάτασπρους, τα κεραμίδια σκεπασμένα, αλήθεια τι χαρά!

        Θυμάμαι την πρώτη φορά που ρώτησα καταγοητευμένος απ’ το χιόνι τον πατέρα – είχε την εύνοιά του το χωριό, στην κατοχή έφτασε τα δύο μέτρα – πόσο σου αρέσει πατέρα το χιόνι. Και μου είπε να δεις, να μην το βλέπω στα μάτια μου! Είχε και γι’ αυτόν το όμορφο χιόνι τα βάσανά του. Να σηκωθεί πρωί να σκίσει τα ξύλα να ετοιμάσει τις φωτιές στο μπουφέ και στη σόμπα αυτή την καινούργια που έκαιγε να δεις και χώνευε τα κούτσουρα στην κοιλιά της σα θεριό και να υποδεχθεί όλους αυτούς τους προνομιούχους της ζωής. Κείνο το πρωί το χιόνι έπεφτε ασταμάτητο, οι τσομπάνηδες φύγανε άρον - άρον να δεις τρέχοντας να κουμαντάρουν τα πράματά τους γίδια και πρόβατα. Κι οι γεωργοί φύγανε κι αυτοί να ταΐσουν τα μανάρια και τα μεγάλα για το αλέτρι ζώα τους.

          Ξέμεινε στο μαγαζί η ίδια με τους μεροκαματιάρηδες συντροφιά, με τον Ασίκη, το Μάνθο, δύο - τρεις ακόμα δεν τους θυμάμαι και το Χρηστίδη. Άει ρε, έλεγε ο Ασίκης, εμείς ούτε χωράφια, ούτε γίδια, ούτε μανάρια, ούτε άλλα έχουμε για να στενοχωριόμαστε. Μεροκαματιάρηδες είμαστε. Σήμερα δεν έχει μεροκάματο, άει, χιόνισε. Θα ξεκουραστούμε. Γιάννη φέρε ακόμα άλλη μια μισή να την πιούμε να πάνε κάτω τα φαρμάκια. Αυτή ήταν στραβή – σωστή, απλή, η φιλοσοφία τους. Ώσπου θυμάμαι πάλι την ίδια συντροφιά, γερασμένη ύστερα από χρόνια, βραδάκι τώρα καλοκαιρινό στο χωριό. Ο γέρο Χρηστίδης είχε - περίεργο - αποκόψει λέει τώρα απ’ την παρέα τους. Τι τούρθε λέει, τι τον είχε πιάσει και είχε αφοσιωθεί στα Θεία. Προσευχή και μετάνοια, όλη την ώρα. Και να δεις που παίρνει τώρα μια κουρελού και τη στρώνει απόξω στην εκκλησία, γονατίζει, κάνει τις μετάνοιες και κοιμάται εκεί πάνω στα σκαλοπάτια. Και την άλλη μέρα την προχωράει, την προχωράει την κουρελού, την ανεβάζει στο κρύο κεφαλόσκαλο μπροστά στη μεγάλη πόρτα της εκκλησίας και νάτος πάλι που γονατίζει και κάνει τις μετάνοιες. Σύμπτωση, είχα έλθει κείνες τις μέρες στο χωριό και θυμάμαι, σα να’ ναι τώρα, το γέρο Μάνθο απέναντι στο μαγαζί με τον Ασίκη και την παρέα του γερασμένους, να τα πίνουν κατά το συνήθειο τους και να του φωνάζει δυνατά - δυνατά, μπάα μπαα, Παναϊά μου, ατέρα ρε μπιτ χάζεψες όπου να την πας την κουρελού, και μέσα να την πας την κουρελού ρε δεν τη γλυτώνεις! Εκείνοι όλοι τους φύγανε. Λεβέντες λαϊκοί,. αρειμάνιοι, ασίκηδες. Και αυτό, έμεινε να δεις, για όλους εμάς τους ξευρωπαϊσμένους όπου γης, που κουβαλάμε ακόμα, όπου και να πάμε, την κουρελού της ζωής.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Επιτρέπεται η υποβολή σχολίων σχετικών, βέβαια, με το θέμα της κάθε ανάρτησης. Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και καλόπιστης κριτικής για τα θέματα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας είναι ευπρόσδεκτη. Αντίθετα, κάθε σχόλιο υβριστικού, προσβλητικού & κακόβουλου περιεχομένου και μάλιστα ανώνυμο θα διαγράφεται."