΄"Τον σταυρό μου να τον δώσεις στη γυναίκα μου και το τουφέκι, του Μίκη. Και να τους πεις, ότι το καθήκον μου έκαμα΄΄.
Αυτές είναι οι τελευταίες λέξεις, που είπε στο φίλο και συναγωνιστή του Πύρζα, όντας θανάσιμα λαβωμένος και πριν αφήσει την τελευταία του πνοή, ο πρωτομάρτυρας και σύμβόλο του Μακεδονικού αγώνα Παύλος Μελάς. Λέξεις που τις διαποτίζει απεριόριστο μεγαλείο και αποτελούν παρακαταθήκη και κληρονομιά, όχι μόνο στους δικούς του ανθρώπους αλλά στο έθνος ολόκληρο. Λόγια βγαλμένα από χείλη παγωμένα από την πνοή του θανάτου, που τα λένε όλα, που συμβολίζουν τα πάντα...
Συμπληρώνονται σήμερα , 117 χρόνια, από την απώλεια μίας ηρωϊκής μορφής, που στέκει πέρα από το χρόνο και το χώρο, που συμπυκνώνει στην ύπαρξή της, την αυταπάρνηση του Λεωνίδα, την ευγένεια του Αχιλλέα, τη λεβεντιά των αγωνιστών του 1821, την αγάπη του Χριστού, την τρυφερότητα του υπέροχου συζύγου και πατέρα, μα πάνω απ’ όλα την αφοσίωση στο όραμα της ελεύθερης Μακεδονίας και της ενωμένης Ελλάδας. Του Παύλου Μελά!
Του παλικαριού που πρόσφερε την αλκή της νιότης του και την ίδια τη ζωή του με ενθουσιασμό και υπερηφάνεια σ’ αυτό που λέγεται μητέρα πατρίδα.
Από παιδί, στο
σχολείο γίνεται θηρίο, όταν τυχαίνει να τυραννά ή να κτυπά κανένας μεγάλος
μαθητής έναν μικρότερο ή πιο αδύναμο. Ορμά τότε και τα βάζει μαζί του, χωρίς να
λογαριάσει τίποτε. Κάποτε –αναζητώντας
τον πατέρα του – κατεβαίνει στο υπόγειο του σπιτιού του και βρίσκεται μπροστά
σε αραδιασμένα τουφέκια πολλά και σε ξύλινες κάσες. Είναι όπλα που θα σταλούν
στους επαναστάτες αδελφούς μας Κρητικούς, του εξηγεί ο πατέρας του, που του
εμφυσά την αγάπη προς την πατρίδα. Κι εκείνος φυλάγει το μυστικό μέσ’ την
καρδιά του.
Οι Βούλγαροι, με απαρχή το Βουλγαρικό Σχίσμα από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας, ήγειραν διεκδικήσεις επί της Μακεδονικής γης, κυρίως από το 1870. Ο Μακεδονικός Ελληνισμός υπέφερε πολλά σε ανθρώπινες θυσίες και περιουσιακά αγαθά.
Από το 1895 και μετά, ένοπλες βουλγαρικές συμμορίες που ονομάστηκαν “κομιτατζήδες”, με την ανοχή των τοπικών τουρκικών αρχών, υπέβαλαν σε απερίγραπτα βασανιστήρια τον Ελληνικό πληθυσμό της Μακεδονίας. Έκλεβαν, βίαζαν, δολοφονούσαν αθώους, άνδρες, γυναίκες, ιερείς, ιατρούς, δασκάλους, έκαιγαν ναούς, τρομοκρατούσαν, πλημμύριζαν στο αίμα τα άγια χώματα.
Απώτερος
σκοπός τους να “πείσουν” τις Μεγάλες Δυνάμεις, ότι εκεί –δήθεν- υπήρχε ένας
αμιγής βουλγαρικός πληθυσμός και ότι η γη τούς ανήκει, ενώ στην πραγματικότητα
επεδίωκαν να επεκτείνουν τα γεωγραφικά όρια του κράτους τους και να επιτύχουν
διέξοδο στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο θάλασσα.
Στη δράση τους
αντιστάθηκαν οι Μακεδονομάχοι, ελληνικά ένοπλα ανταρτικά σώματα.
Ο Παύλος Μελάς, έχει προ πολλού αποφοιτήσει
από τη Σχολή Ευελπίδων, που ίδρυσε ο μέγιστος Ιωάννης Καποδίστριας. Για τον
γενναίο αξιωματικό, η ιδέα της ελευθερίας της Πατρίδος ήταν σκοπός ζωής, ήταν
καθήκον. Χρέος για τον τόπο και τον πλησίον. “…Έγινα όργανο δυνάμεως πολύ μεγάλης…και με ωθεί διαρκώς προς την
Μακεδονίαν…”, ομολογώντας μ’ αυτόν τον τρόπο ότι, δάκτυλος Θεού τον
καθοδηγούσε.
Και τον Αύγουστο του 1904 αφήνει τα πάντα.
Σαλόνια, πλούτη, σύζυγο και δύο παιδιά. Κι ανηφορίζει στην Καστοριά για να
οργανώσει τα Μακεδονόπουλα και να τα μεταβάλει σε Μακεδονομάχους ήρωες. Πριν
αναλάβει δράση, μεταλαμβάνει των Αχράντων Μυστηρίων “…Ουδέποτε με τόσην κατάνυξιν μετέλαβα.” και έχει το νου του
στραμμένο προς τη θυσία του Χριστού και προς το μέγεθος της αποστολής Εκείνου,
ευχόμενος να του σταθεί συμπαραστάτης.
Και ο Παύλος Μελάς, με το ψευδώνυμο Μίκης
Ζέζας, απ’ όπου περνά, σκορπά τον τρόμο στους εχθρούς της πατρίδας, φέρνει τον
άνεμο της νίκης ενισχύοντας ηθικά και υλικά τους κατατρεγμένους και
καταπιεσμένους Έλληνες, οργανώνοντάς τους και διδάσκοντάς τους, με πληγές στα
πόδια και σ’ όλο του το σώμα και αγωνία στην ψυχή για την έκβαση της αποστολής
του. Αυτό μονάχα έχει στο μυαλό του και το εξομολογείται με επιστολές στη
γυναίκα του Ναταλία Δραγούμη, που υπεραγαπά: “Χαίρε, αγάπη μου, μη με σκέπτεσαι πλέον εμένα, αλλ’ ευχήσου δια την
επιτυχίαν της αγίας αποστολής μας. Φίλησε την μητέρα μου και τους αδελφούς μου,
ως επίσης όλην την αγίαν ελληνικήν και χριστιανικήν οικογένειάν σου…Τα παιδιά
φιλώ και ευλογώ”.
Οι Βούλγαροι φοβούνται να τον αντιμετωπίσουν, τον παραδίδουν στα καταδιωκτικά αποσπάσματα του τούρκου κατακτητή.
Στις 13 Οκτωβρίου 1904, στη Στάτιστα, ένας πυροβολισμός ακούστηκε. Και γύρισε ο Παύλος πίσω λέγοντας: “Στη μέση με πήρε παιδιά”.
Φώναξε τον Πύρζα, το συμπολεμιστή του. Έβγαλε το σταυρό του απ’ το λαιμό και είπε:“Τον σταυρό να τον δώσεις στην γυναίκα μου και το τουφέκι, του Μίκη (του γιού του) και να τους πεις, ότι το καθήκον μου έκαμα”.
Έβγαλε τις φωτογραφίες των παιδιών του και ξεζώθηκε, και φάνηκαν τα αίματα. Σε λίγο ξεψύχησε. Ξεψύχησε το παλικάρι.
Που αγωνίσθηκε υπέρ σωτηρίας της Πατρίδος. Που κρατούσε την αγία παρακαταθήκη της φιλοπατρίας. Που εγεννήθη ισχυρός εν πολέμω, δια της Πίστεως. Που η ανδρεία του εβεβαίωνε την Πίστη του, η δε Πίστη του συμπλήρωνε την ανδρεία του.
Ας σκύψουμε όλοι εμείς κι ας ψάξουμε για τα
ίχνη που άφησε στους χώρους από όπου πέρασε. Προσκύνημα και αναβάπτισμα εθνικό.
Ας ξεχωρίσουμε την προσφορά από τον καιροσκοπισμό, τη θυσία από τον υπολογισμό.
Βιογραφικά στοιχεία του Ήρωα
Ο Παύλος Μελάς
γεννήθηκε στις 29 Μαρτίου του 1870 στη Μασσαλία, όπου ο πατέρας του Μιχαήλ
Μελάς (1833-1897) δραστηριοποιούταν ως έμπορος. Το 1886 εισήλθε στη Σχολή
Ευελπίδων και εξήλθε ως ανθυπολοχαγός του Πυροβολικού στις 8 Αυγούστου του
1891. Τον επόμενο χρόνο νυμφεύτηκε τη Ναταλία Δραγούμη (1872-1973), κόρη του
τραπεζίτη και πολιτικού Στέφανου Δραγούμη, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά,
τον στρατιωτικό Μιχαήλ Μελά (1894-1950) και τη χημικό Ζωή Μελά - Ιωαννίδη
(1898-1996).
Υπήρξε δραστήριο
μέλος της Εθνικής Εταιρείας, μιας μυστικής οργάνωσης, που είχε ως σκοπό την
αναζωπύρωση του εθνικού φρονήματος και την απελευθέρωση των υπόδουλων Ελλήνων
με κάθε θυσία, και έπαιξε αρνητικό ρόλο στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897. Με
την έκρηξη του πολέμου μάχεται στα μέτωπα της Θεσσαλίας, ως διοικητής ουλαμού
της 2ης Πεδινής Πυροβολαρχίας. Είναι αισιόδοξος για την έκβασή του, ώστε γράφει
στους γονείς του: «...Αν ο θεός μας βοηθήση ολίγον, σύντομα θα λάβετε γράμμα
μου από την Θεσσαλονίκην. Ώστε θάρρος, αγαπητοί μου γονείς, θάρρος και
πεποίθησιν· διότι και αν φέρη ο διάβολος, να νικηθώμεν, θα νικηθώμεν
παλικαρίσια...». Δέκα μέρες αργότερα, η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί τον
απογοητεύει και τον αηδιάζει. «Οι ηλίθιοι που φωνάζουν εναντίον του (εννοεί τον
διάδοχο Κωνσταντίνο) έπρεπε να είναι εις την Λάρισσαν την επαύριο, της ατίμου,
ατίμου, ατίμου φυγής μας, δια να ιδούν την κατάστασιν του στρατού και ν’
αντιληφθούν αν ήτο δυνατόν να κάμη μαζί του ένα βήμα προς τα εμπρός...» γράφει
εκ νέου στους γονείς του.
Στις αρχές του
20ου αιώνα τον απασχολεί έντονα η κατάσταση στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία και
τον ανησυχεί η δράση των κομιτατζήδων, που επιδιώκουν την προσάρτηση της
Μακεδονίας στη Βουλγαρία. Τον επηρεάζει έντονα ο Μακεδόνας πεθερός του Στέφανος
Δραγούμης, ενώ έχει πληροφόρηση από πρώτο χέρι από τον αδελφό της γυναίκας του
Ίωνα Δραγούμη, που υπηρετεί ως υποπρόξενος στο Μοναστήρι (σημερινή Μπίτολα στην ΠΓΔΜ).
Τον Φεβρουάριο του
1904, μαζί με άλλους τρεις αξιωματικούς, τους λογαχούς Αλέξανδρο Κοντούλη και
Αναστάσιο Παπούλα και τον ανθυπολοχαγό Γεώργιο Κολοκοτρώνη, συμμετέχει σε
μυστική αποστολή στη Μακεδονία με το ψευδώνυμο Μίκης Ζέζας (Μίκης, από το όνομα
του γιου του Μιχαήλ, που τον φωνάζουν χαϊδευτικά Μίκη και Ζέζας, από το όνομα
της κόρης του Ζωής, που τη φωνάζουν χαϊδευτικά Ζέζα), κατόπιν εντολής της
κυβέρνησης Θεοτόκη. Η ομάδα των τεσσάρων αξιωματικών, συνοδευόμενη από
μακεδόνες αγωνιστές, δραστηριοποιήθηκε στη δυτική Μακεδονία, αλλά οι κινήσεις
της έγιναν αντιληπτές από τους Τούρκους, οι οποίοι ζήτησαν από την ελληνική
κυβέρνηση την ανάκλησή τους. Έτσι, ο Μελάς μαζί με τους τρεις άλλους αξιωματικούς
επέστρεψαν στην Αθήνα στις 29 Μαρτίου.
Τον Ιούλιο, ενώ
υπηρετούσε στη Σχολή Ευελπίδων, ζήτησε 20ήμερη άδεια και έκανε ένα δεύτερο
ταξίδι στη Μακεδονία. Στο πλαστό διαβατήριό του αναγραφόταν το όνομα Πέτρος
Δέδες και ως επάγγελμα δήλωνε ζωέμπορος. Μόλις έφθασε στην Κοζάνη συναντήθηκε
με το ντόπιο ελληνικό στοιχείο και αποφασίστηκε η συγκρότηση ενόπλων σωμάτων με
τη στρατολόγηση ανδρών από τις γύρω περιοχές και η ανάληψη άμεσης δράσης στη
Δυτική Μακεδονία. Επέστρεψε στην Αθήνα στις 3 Αυγούστου γεμάτος αισιοδοξία για
την έκβαση του Αγώνα.
Μετά από 15 ημέρες
ζήτησε κι έλαβε τετράμηνη άδεια από το στράτευμα για να αναλάβει επίσημα την
αρχηγία του Μακεδονικού Αγώνα στην περιοχή της Καστοριάς και του Μοναστηρίου,
κατόπιν υπόδειξης του Μακεδονικού Κομιτάτου. Λίγο πριν από την αναχώρησή του
εξομολογείτο στη γυναίκα του: «...Αισθάνομαι πολύ, ο δυστυχής, την ευτυχίαν που
αφήνω· αισθάνομαι ότι μ’ όλον τον ανήσυχον και νευρικόν χαρακτήραν μου ο βίος ο
οποίος μου αρμόζει περισσότερον είναι ο ήσυχος και ο οικογενειακός. Αλλ’ από
τινος δεν ηξεύρω τι έπαθα· έγινα όργανον δυνάμεως πολύ μεγάλης, ως φαίνεται,
αφού έχει την ισχύν να κατασιγάση όλα τ’ αλλα αισθήματά μου και να με ωθή
διαρκώς προς την Μακεδονίαν». Και από τη Λάρισα συμπλήρωνε με νέο γράμμα προς
την σύζυγό του, ωσάν να προαισθανόταν το τέλος του: «...Αναλαμβάνω αυτόν τον
αγώνα με όλη μου την ψυχήν και με την ιδέαν, ότι είμαι υποχρεωμένος να τον
αναλάβω. Είχα και εγώ την ακράδαντον πεποίθησιν, ότι δυνάμεθα να εργασθώμεν εν
Μακεδονία και να σώσωμεν πολλά πράγματα. Έχων δε την πεποίθησιν ταύτην, έχω και
υπέρτατον καθήκον να θυσιάσω το παν όπως πείσω την Κυβέρνησιν και την κοινήν
γνώμην περί τούτου...».
Στις 28 Αυγούστου
ο Καπετάν Μίκης Ζέζας διέβη τα σύνορα, συνοδευόμενος από αρκετούς Μακεδόνες,
Λάκωνες και Κρήτες, και στα μέσα Σεπτεμβρίου στρατοπέδευσε στην περιοχή της
Καστοριάς. Στις 13 Οκτωβρίου του 1904 εισήλθε στο χωριό Στάτιστα για να
αναπαυτεί αυτός και οι άνδρες του. Όμως, ο Βούλγαρος αρχικομιτατζής Μήτρος
Βλάχος, προκειμένου να τον βγάλει από τη μέση, ειδοποίησε τις οθωμανικές αρχές.
Επί τόπου κατέφθασε ισχυρό στρατιωτικό απόσπασμα, αποτελούμενο από 150 άνδρες
και στη συμπλοκή που ακολούθησε, ο Παύλος Μελάς τραυματίστηκε σοβαρά στην
οσφυϊκή χώρα και μετά από μισή ώρα άφησε την τελευταία του πνοή.
Το κεφάλι του
αποκόπηκε από τους συμπολεμιστές του και τάφηκε στο ναό της Αγίας Παρασκευής
στο Πισοδέρι. Το σώμα του παραδόθηκε από τις οθωμανικές αρχές στον μητροπολίτη
Καστοριάς Γερμανό (Καραβαγγέλη) και τάφηκε στον βυζαντινό ναό των Ταξιαρχών
στην Καστοριά, όπου αναπαύεται και η κάρά του από το 1950. Στον ίδιο ναό έχει
ταφεί και η σύζυγός του Ναταλία, κατ’ επιθυμίαν της.
Ο θάνατος του
Παύλου Μελά έγινε γνωστός στην Αθήνα στις 18 Οκτωβρίου και συγκλόνισε την κοινή
γνώμη, λόγω του ακέραιου και αγνού χαρακτήρα του ανδρός, αλλά και του γνωστού
ονόματος της οικογένειάς του, που είχε μεγάλους δεσμούς με τη Μακεδονία και την
κοινωνία των Αθηνών. Η θυσία του σηματοδότησε την ουσιαστική έναρξη του
Μακεδονικού Αγώνα, που κορυφώθηκε με τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913.
Εμβατήριο Παύλου Μελά
https://www.youtube.com/watch?v=VoXfPNhOO7Q
Πηγές:
Άρθρο Δημήτρη Παπαδημόπουλου στο https://www.larissanet.gr/
https://www.sansimera.gr/biographies/807
Επιμέλεια - Ανάρτηση: Αλέκος Ι. Βαλάσκας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
"Επιτρέπεται η υποβολή σχολίων σχετικών, βέβαια, με το θέμα της κάθε ανάρτησης. Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και καλόπιστης κριτικής για τα θέματα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας είναι ευπρόσδεκτη. Αντίθετα, κάθε σχόλιο υβριστικού, προσβλητικού & κακόβουλου περιεχομένου και μάλιστα ανώνυμο θα διαγράφεται."