Στους καιρούς εκείνους για να θεωρηθεί μια οικογένεια ευτυχισμένη έπρεπε απαραίτητα να υπάρχει σ’ αυτήν και σερκό παιδί. Τα σερκά «ήταν καβαλάρηδες», αυτά «έπαιρναν και δεν έδιναν προίκα», ήταν αφέντες και διαφεντευτές του σπιτιού. Από τα θηλ’κά τι να περίμενε κάποιος…
«Δυσκολίες, πολλές δυσκολίες μέχρι να την παντρέψουμε». Αγόρι, λοιπόν, για να συνεχιστεί το όνομα, «μη
χάσει η ανθρωπότητα τίποτις, μην απορφανέψ’ απ’ το σόι το χωριό». Κορίτσι προτιμούσαν μόνο σε μια περίπτωση.
«Της καλομάνας το παιδί, το πρώτο να ‘ναι κοπέλα». Ακριβώς, γιατί μόλις
πιανόταν λίγο στα πόδια της βοηθούσε κανονικά τη μάνα της. Σκούπισμα, πάστρεμα,
στη βρύση για νερό, φύλαγμα…
Να πούμε ακόμη πώς γνωμοδοτούσαν οι μαμές. Μικρή κοιλιά; Σερκό οπωσδήποτε.
Μεγάλη κοιλιά. Κοπέλα. Έδιναν και κουράγιο… «Δεν πειράζει. Στο άλλο.» Στο άλλο,
στο άλλο ώσπου ο άντρας «της φύσαγε πέντε - έξι κούτσ’κα και την έφτιαχνε
κουνέλα.» «Φέρτε, φτιάξτε γλυκά, να φάει η έγγυος. Θα γεννήσει αγόρι. Αν τρώει
ξινά, ‘‘φωτιά που μάς έκαψε.’’ Θηλυκομάζωμα θα καταντήσ’ το σπίτ’».
Το νεφρό από το ζώο. Το έσχιζαν και το έριχναν πάνω στα κάρβουνα. Αν το νεφρό
έκλεινε τότε… μια χαρά. Έτοιμο - σίγουρο το αγόρ’. Αν άνοιγε, τότε θα γινόταν
κορίτσι.
« Πα, πα, παραάνοιξε νύφ’.
Χαυδομούνα θα γέν’. Αλίμονο. Δυο προίκες θα χρειαστούν. Ίσως και πανωπροίκ’. Θα
το φάει η ξενιτιά εκείνο το παιδί μ’…»
Ήταν παγίδα. Αν τολμούσε να μιλήσει η νύφη «μπα αυτός τα θέλ’ τα κορίτσια.
Έτσι μου ‘πε», ε, ρε τι ταραμό θα έτρωγε. «Ποιος είναι αυτός; Σ’ κρένω, δεν
ακούς; Αυτός είναι το παιδί μ’ που το τρώει η ξενιτιά και δουλεύει μέρα νύχτα,
για να θρέφ’ς εσύ κωλομέρια». Κι άλλα
πολλά.
Ομολογώ πως μικρός δεν είχα
καταλάβει γιατί η γιαγιά μου που ήταν προξενήτρα, οιωνοσκόπος, νεροφόρος, είχε
ανοίξει και Μαντείο, έστελνε τον παππού μου «πέρα να πας, στο χωράφ’ το
Κρεμπναίικο, εκεί που δεν’ τα άλογα ο Λάμπρος.
Εκεί κατουράει και ο Μπάλιος,
το βαρβάτο άλογο. Μην πας αλλού. Δεν
πιάνεται απ’ αλλού».
Τι τον έστελνε εκεί τον παππού… Δεν το καταλάβαινα.
Τον έβλεπα που δυσανασχετούσε.
Έπρεπε να διαβάσω το αριστούργημα του Καρκαβίτσα «Ο Ζητιάνος», για να
καταλάβω τα φακιρικά της γιαγιάς για τεκνοποιία.
«-Έχω και το σερνικοβότανο, αν θες.
-Τ’ είπες; Εξεφώνησε κατακόκκινη από χαρά και ντροπή η Κρουστάλλω. Τ’ έχεις είπες;
-Το σερνικοβότανο, ξαναείπε δυνατώτερα παίρνοντας θάρρος και φέρνοντας το
βλέμμα ερευνητικό σ’ όλες τις γυναίκες. Το σερνικοβότανο που βρίσκεται στον
κάμπο πέρα, εκεί που κατουρεί βαρβάτο άλογο. Κι όποια το πάρει, κάνει σερνικά
παιδιά σερνικά και αντρειωμένα –και πανώρια σαν και μένα!...»
Επρόκειτο δηλαδή για το βότανο μανδραγόρας, (είδος ορχιδέας) το οποίο
υποτίθεται ότι ευνοεί τη σύλληψη ή τη γέννηση αρσενικών παιδιών.
Η διπλοκόνδυλη ρίζα του μοιάζει με τα γεννητικά όργανα του άνδρα (σε αυτό το γεγονός οφείλεται και η ονομασία ορχιδέα < όρχις).
Τότε κατάλαβα που ο παππούς μου ερχόμενος από το χωράφι και φέροντας τον μανδαγόρα ή σερκοβότανο στη γιαγιά μου, της είπε.
«Για κοίτα, σαν την πουτσούλα του Χρήστου είναι.»
Και φυσικά έγινε «του βοτάνου», που λένε.
Βότανα, οιωνοσκοπίες, νεφρά, μαντζούνια, φρούτα «καβαλ’τσόρες» (2 με 3 μαζί
καρποί. π.χ. κεράσια, αχλάδια κλπ. Απαγορεύονταν για να μην κάνει δίδυμα!), όλα
λειτούργησαν και πολλοί τα εκμεταλλεύθηκαν. Οικονομικά πιστεύω.
Να πέτυχαν σερκό; Δεν ξέρω.
Πάντως αν η κοιλιά ήταν προς τα πίσω και γενικά χαμηλά, τότε θα είχε κοπέλα, μάλιστα κοπελάρα. Σαν ήταν η κοιλιά επάνω και όρθια, σίγουρο το σερκό…
Πηγή: Φθιωτικός Τυμφρηστός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
"Επιτρέπεται η υποβολή σχολίων σχετικών, βέβαια, με το θέμα της κάθε ανάρτησης. Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και καλόπιστης κριτικής για τα θέματα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας είναι ευπρόσδεκτη. Αντίθετα, κάθε σχόλιο υβριστικού, προσβλητικού & κακόβουλου περιεχομένου και μάλιστα ανώνυμο θα διαγράφεται."