Καταμεσής
στον ισθμό, που ενώνει την πεδιάδα του μέσου ρου του Φωκικού
Κηφισού,(Τιθορέας-Ελατείας), με αυτή της Δαυλείας-Χαιρωνείας,....
μας είναι γνωστή από τις ιστορικές πηγές η θέση «Κατοίκου Χάνι». Πρόκειται για τοποθεσία ακριβώς στο στένωμα που δημιουργεί από δυτικά ο λόφος Φιλοβοιωτός, με τον απέναντι ανατολικό λόφο του Προφήτη Ηλία, πάνω από το Μιραλή. Από το στένωμα αυτό διήρχετο ανέκαθεν ο Κηφισός ποταμός και η οδική διάβαση. Από τα τέλη του 19ου αι. διέρχεται και η σιδηροδρομική γραμμή. Κατά το παρελθόν στο σημείο υπήρχε πανδοχείο (χάνι), που εξυπηρετούσε τους ταξιδιώτες οι οποίοι χρησιμοποιούσαν την πανάρχαια οδική διάβαση, που ακριβώς πάνω της χαράχτηκε η Παλαιά Εθνική Οδός Αθηνών-Λαμίας. Δεν γνωρίζουμε σε ποιο βάθος χρόνου ανάγεται η κτίση του χανίου. Στις Μεσαιωνικές και αρχαίες πηγές δεν παρατηρείται αναφορά ιστορικού συμβάντος, με επίκεντρο κάποιο κτίσμα εκεί. Παρά μόνον, επί του λόφου Φιλοβοιωτός, ιστορείται ότι στρατοπέδευσαν εκεί οι Ρωμαϊκές λεγεώνες του Σύλλα κατά τη διάρκεια των Μιθριδατικών πολέμων, (86 π.Χ., χωρίς να γίνεται αναφορά αν εξυπηρετήθηκαν από κάποιο κατάλυμα.) Εγκατάσταση ξενοδοχείου διερχομένων, φαίνεται να ιδρύεται στο χώρο κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, οπότε και ο οικισμός που συμπήχτηκε εκεί τότε, λίγο πριν το στένωμα, από δουλοπάροικους ραγιάδες του κάμπου, παίρνει το όνομα Κραβασαράς, προφανώς από τον συγκοπτόμενο εξελληνισμένο Τουρκικό όρο Καραβάν- σαράϊ που σημαίνει πανδοχείο καραβανιών.
Στα χρόνια της Ελληνικής επανάστασης 1821-1829 το πανδοχείο κάνει λαμπρή εμφάνιση στις ιστορικές πηγές της εποχής με το όνομα του ιδιοκτήτη του: «Κατοίκου χάνι». Δεν έχει διασωθεί το μικρό όνομα του ιδιοκτήτη αυτής της περιόδου. Το χάνι συνεχίζει όμως να ανήκει στην οικογένεια Κατοίκου μέχρι και τα μέσα του 20ου αι. οπότε και κατεδαφίστηκαν τα τελευταία ερειπωμένα κτίσματα των αποθηκών του. (Πιθανόν κατά την διαπλάτυνση της εθνικής οδού). Σύμφωνα με την τοπική προφορική παράδοση, ο τελευταίος των ιδιοκτητών, ενώ το χάνι ήταν ακόμη εν λειτουργία, ήταν ο Γιάννης Κατοίκος, ο οποίος στα τέλη του 19ου αι., αρχές του 20ου, διέμενε στο Μιραλή.
Το σημαντικότερο ιστορικό γεγονός που επισυνέβη στο χώρο του χανίου κατά την Επανάσταση, (Ιούλιος του 1824), εξιστορείται από τον ίδιο τον πρωταγωνιστή του, Στρατηγό Μακρυγιάννη, στο 5ο κεφάλαιο των «Απομνημονευμάτων» του. Είναι η έφοδος που πραγματοποίησαν τα στρατεύματα του Οδυσσέως Ανδρούτσου και του Στρατηγού Μακρυγιάννη εναντίον μεγάλης τουρκικής εφοδιοπομπής που είχε στρατοπεδεύσει εκεί.
Γράφει ο Δωριεύς Στρατηγός:
«Τότε, να μην γένη κάνα δυστύχημα, πήρα καμμιά εκατόν πενηνταριά ανθρώπους και πήγα εις την Κούλουρη να περάσω εις την Διοίκησιν, ν’ ακούσω τις διαταγές της. Έστειλε ο Γκούρας εις την Κούλουρη να με γυρίσουν οπίσου, μου μίλησαν οι Αθηναίοι, οι Φηβαίγοι, οι Λιβαδίτες, δεν γύρισα. Με περικάλεσαν, ήρθε κι’ ο Νικήτας με Πελοποννήσιους. Γύρευαν να βγούνε έξω και να μην πάγω εγώ με στρατέματα μέσα εις την Πελοπόννησο και δειλιάζουν όσ’ ήταν με τον Νικήτα να βγούνε εις την Ρούμελη. Τότε δια να μη γένη και αυτό, σηκώθηκα και πήγα κι’ ανταμώθηκα με τον Δυσσέα. Πιάσαμε την Βελίτζα. Έρχονταν ένα πλήθος Τούρκοι με ζαϊρέδες και πολεμοφόδια, με γκαμήλια, μ’ άλλα φορτηγά και ρίξαν ορδί το βράδυ εις τον κάμπο της Λιβαδειάς, εις του Κατίκου το χάνι, να μείνουν εκεί. Τους ριχτήκαμε την νύχτα και τους δώσαμε ένα ντουφεκίδι και τους πήραμε γκαμήλια πλήθος, άλογα και ζαϊρέδες. Και κατασκορπίστηκαν οι Τούρκοι. Ύστερα πιάστη ο Δυσσέας με τους συντρόφους του δια τους μιστούς, ήθα τον σκοτώσουνε. Τους έφυγε και κόλλησε εις την σπηλιά του. Μ’ έστειλαν όλοι οι σύντροφοι και του μίλησα, δεν θέλησε να κάμη τίποτας. Κι’ αναχώρησαν δια το Σάλωνα, και μείναμε πολλά ολίγοι μ’ αυτόν. Κι’ αυτός έκατζε εις την σπηλιά κ’ εμείς βάναμε έναν γεροντότερον κεφαλή, Μαργετίνη τον έλεγαν, και βαρούσαμε κλέφτικα τους Τούρκους οπού ’ρχονταν με ζαϊρέδες δια μέσα. Ύστερα πήγαμε εις την Πέτρα και ρίξαμε ορδί πανουκέφαλα κι’ όταν διάβαιναν Τούρκοι με ζαϊρέδες, τους χτυπούσαμε. Και σταθήκαμε καμπόσον καιρόν εκεί».
Ο ιστορικός χώρος του «Κατοίκου Χάνι» θα περάσει για μια ακόμη φορά στην αθανασία, όταν μετά την τελευταία μάχη της Επανάστασης στην Πέτρα της Βοιωτίας, θα γίνει αντικείμενο διαπραγμάτευσης από τους νικητές Έλληνες του Δημητρίου Υψηλάντη, θέτοντας όρο προς τους ηττημένους Τούρκους να εκκενώσουν το Χάνι που κατείχαν, ώστε να επιτραπεί στα υπολείμματα των ηττημένων να διέλθουν για τη Λαμία, εγκαταλείποντας ΟΡΙΣΤΙΚΑ ΕΛΕΥΘΕΡΗ την ανατολική Στερεά Ελλάδα. Το γεγονός ιστορείται και από τον Παπαρρηγόπουλο και από τον Διονύσιο Κόκκινο, και από την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους της Εκδοτικής Αθηνών. Θα παραθέσουμε όμως απόσπασμα από την Ιστορία του σύγχρονου της επανάστασης ιστορικού και πρώτου πρωθυπουργού της Ελλάδος Σπυρίδωνος Τρικούπη «Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ» (έκδοση 1857), όπου εν αντιθέσει με τους άλλους ιστορικούς, αναγράφει ορθογραφημένο το επώνυμο του Κατοίκου, ιδιοκτήτη του Χανίου. Η συνθήκη υπογράφτηκε στην Πέτρα της Βοιωτίας την 13 Σεπτεμβρίου 1829, μεταξύ του Γραμματέως του Δ.Υψηλάντη, Φιλήμονος και των Τούρκων στρατηγών Οτζάκ Αγά Οσμάνη και Ασλάμπεη Μουχαρδάρη:
«…..να απολυθώσιν όλοι οι αιχμάλωτοι Έλληνες και Τούρκοι, να συναναχωρήσωσιν αι κατέχουσας την πόλιν της Λεβαδείας, το Χάνι του Κατοίκου, το Τουρκοχώρι και την Φοντάναν τουρκικαί φρουραί…..».
Δεν μας είναι γνωστή από κάποια επίσημη γραπτή πηγή, η συγγένεια των ιδιοκτητών του Χανίου στον Κραβασαρά, με την οικογένεια Κατοίκου που διαβιεί επί 200 και πλέον χρόνια στη Σουβάλα Παρνασσού. Προφανώς η συγγένεια έλκει την καταγωγή από τα προεπαναστατικά χρόνια, όπου δεν υπήρχαν Δημοτολόγια. Το κενό έρχεται να καλύψει η αδιάψευστη προφορική παράδοση η οποία πάντα λειτουργεί ως αρωγός της Ιστορίας. Σύμφωνα με διηγήσεις των προγόνων μου, ο προπάππος μου Κατοίκος Ιωάννης του Γεωργίου (1862-1938), γεωργοποιμένας, διατηρούσε και επιβήτορα ίππο με τον οποίο κατά τους καλοκαιρινούς μήνες περιόδευε στα καμποχώρια ώστε ο ίππος να προσφέρει επ’αμοιβή τις γενετήσιες υπηρεσίες του στις φοράδες των ενδιαφερομένων νοικοκυραίων. Φεύγοντας από τη Σουβάλα ενημέρωνε την σύζυγό του: «Τρισεύγενη. Θα λείψω μέρες στα καμποχώρια. Θα μείνω στα ξαδέρφια στο Χάνι». Η απόδειξη της συγγένειας είναι προφανής. Οι ρίζες της οικογένειας Κατοίκου βρίσκονται πιθανότατα στη Γράλιστα των βορειοδυτικών Αγράφων. (Σημερινός Ελληνόπυργος Καρδίτσας). Από εκεί πιθανότατα μετανάστευσαν προεπαναστατικά οι δύο συγγενείς οικογένειες.
Στη Σουβάλα εγκαταστάθηκε μετεπαναστατικά ο Γεώργιος Κατοίκος του Ιωάννη (1820-1895), του οποίου ο πατέρας ήρθε και κατατάχτηκε ως αρματωλός στα επαναστατικά Αντρουτσέϊκα στρατεύματα. Μετά την απελευθέρωση δεν ξαναγύρισε στη Γράλιστα επειδή το χωριό του ήταν πάνω από την οριογραμμή Μαλλιακού-Αμβρακικού και παρέμεινε τουρκοκρατούμενο.(Απελευθερώθηκε το 1881). Για τις υπηρεσίες του στην επαναστατημένη Ρούμελη, έλαβε κλήρο πέντε στρεμμάτων ποτιστικών στη Σουβάλα, στη θέση «Αγκουνή» του Κηφισού, από την διανομή του εκεί πρώην τουρκικού τσιφλικίου του «Πρυώτικου». Μέρος του κτήματος κατέχει ακόμα και σήμερα η οικογένεια Κατοίκου.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΤΟΙΚΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
ΥΠΟΣΤΡ/ΓΟΣ ΕΛΑΣ ε.α. 1.ΣΤΡ/ΓΟΥ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ: ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ
ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΕΡΕΥΝΗΤΗΣ 2. ΣΠ. ΤΡΙΚΟΥΠΗ: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ
3. ΧΡ. ΕΝΙΣΛΕΙΔΗ: Η ΑΜΦΙΚΛΕΙΑ
4. ΘΡΥΛΟΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΟΥΒΑΛΑΣ
μας είναι γνωστή από τις ιστορικές πηγές η θέση «Κατοίκου Χάνι». Πρόκειται για τοποθεσία ακριβώς στο στένωμα που δημιουργεί από δυτικά ο λόφος Φιλοβοιωτός, με τον απέναντι ανατολικό λόφο του Προφήτη Ηλία, πάνω από το Μιραλή. Από το στένωμα αυτό διήρχετο ανέκαθεν ο Κηφισός ποταμός και η οδική διάβαση. Από τα τέλη του 19ου αι. διέρχεται και η σιδηροδρομική γραμμή. Κατά το παρελθόν στο σημείο υπήρχε πανδοχείο (χάνι), που εξυπηρετούσε τους ταξιδιώτες οι οποίοι χρησιμοποιούσαν την πανάρχαια οδική διάβαση, που ακριβώς πάνω της χαράχτηκε η Παλαιά Εθνική Οδός Αθηνών-Λαμίας. Δεν γνωρίζουμε σε ποιο βάθος χρόνου ανάγεται η κτίση του χανίου. Στις Μεσαιωνικές και αρχαίες πηγές δεν παρατηρείται αναφορά ιστορικού συμβάντος, με επίκεντρο κάποιο κτίσμα εκεί. Παρά μόνον, επί του λόφου Φιλοβοιωτός, ιστορείται ότι στρατοπέδευσαν εκεί οι Ρωμαϊκές λεγεώνες του Σύλλα κατά τη διάρκεια των Μιθριδατικών πολέμων, (86 π.Χ., χωρίς να γίνεται αναφορά αν εξυπηρετήθηκαν από κάποιο κατάλυμα.) Εγκατάσταση ξενοδοχείου διερχομένων, φαίνεται να ιδρύεται στο χώρο κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, οπότε και ο οικισμός που συμπήχτηκε εκεί τότε, λίγο πριν το στένωμα, από δουλοπάροικους ραγιάδες του κάμπου, παίρνει το όνομα Κραβασαράς, προφανώς από τον συγκοπτόμενο εξελληνισμένο Τουρκικό όρο Καραβάν- σαράϊ που σημαίνει πανδοχείο καραβανιών.
Στα χρόνια της Ελληνικής επανάστασης 1821-1829 το πανδοχείο κάνει λαμπρή εμφάνιση στις ιστορικές πηγές της εποχής με το όνομα του ιδιοκτήτη του: «Κατοίκου χάνι». Δεν έχει διασωθεί το μικρό όνομα του ιδιοκτήτη αυτής της περιόδου. Το χάνι συνεχίζει όμως να ανήκει στην οικογένεια Κατοίκου μέχρι και τα μέσα του 20ου αι. οπότε και κατεδαφίστηκαν τα τελευταία ερειπωμένα κτίσματα των αποθηκών του. (Πιθανόν κατά την διαπλάτυνση της εθνικής οδού). Σύμφωνα με την τοπική προφορική παράδοση, ο τελευταίος των ιδιοκτητών, ενώ το χάνι ήταν ακόμη εν λειτουργία, ήταν ο Γιάννης Κατοίκος, ο οποίος στα τέλη του 19ου αι., αρχές του 20ου, διέμενε στο Μιραλή.
Το σημαντικότερο ιστορικό γεγονός που επισυνέβη στο χώρο του χανίου κατά την Επανάσταση, (Ιούλιος του 1824), εξιστορείται από τον ίδιο τον πρωταγωνιστή του, Στρατηγό Μακρυγιάννη, στο 5ο κεφάλαιο των «Απομνημονευμάτων» του. Είναι η έφοδος που πραγματοποίησαν τα στρατεύματα του Οδυσσέως Ανδρούτσου και του Στρατηγού Μακρυγιάννη εναντίον μεγάλης τουρκικής εφοδιοπομπής που είχε στρατοπεδεύσει εκεί.
Γράφει ο Δωριεύς Στρατηγός:
«Τότε, να μην γένη κάνα δυστύχημα, πήρα καμμιά εκατόν πενηνταριά ανθρώπους και πήγα εις την Κούλουρη να περάσω εις την Διοίκησιν, ν’ ακούσω τις διαταγές της. Έστειλε ο Γκούρας εις την Κούλουρη να με γυρίσουν οπίσου, μου μίλησαν οι Αθηναίοι, οι Φηβαίγοι, οι Λιβαδίτες, δεν γύρισα. Με περικάλεσαν, ήρθε κι’ ο Νικήτας με Πελοποννήσιους. Γύρευαν να βγούνε έξω και να μην πάγω εγώ με στρατέματα μέσα εις την Πελοπόννησο και δειλιάζουν όσ’ ήταν με τον Νικήτα να βγούνε εις την Ρούμελη. Τότε δια να μη γένη και αυτό, σηκώθηκα και πήγα κι’ ανταμώθηκα με τον Δυσσέα. Πιάσαμε την Βελίτζα. Έρχονταν ένα πλήθος Τούρκοι με ζαϊρέδες και πολεμοφόδια, με γκαμήλια, μ’ άλλα φορτηγά και ρίξαν ορδί το βράδυ εις τον κάμπο της Λιβαδειάς, εις του Κατίκου το χάνι, να μείνουν εκεί. Τους ριχτήκαμε την νύχτα και τους δώσαμε ένα ντουφεκίδι και τους πήραμε γκαμήλια πλήθος, άλογα και ζαϊρέδες. Και κατασκορπίστηκαν οι Τούρκοι. Ύστερα πιάστη ο Δυσσέας με τους συντρόφους του δια τους μιστούς, ήθα τον σκοτώσουνε. Τους έφυγε και κόλλησε εις την σπηλιά του. Μ’ έστειλαν όλοι οι σύντροφοι και του μίλησα, δεν θέλησε να κάμη τίποτας. Κι’ αναχώρησαν δια το Σάλωνα, και μείναμε πολλά ολίγοι μ’ αυτόν. Κι’ αυτός έκατζε εις την σπηλιά κ’ εμείς βάναμε έναν γεροντότερον κεφαλή, Μαργετίνη τον έλεγαν, και βαρούσαμε κλέφτικα τους Τούρκους οπού ’ρχονταν με ζαϊρέδες δια μέσα. Ύστερα πήγαμε εις την Πέτρα και ρίξαμε ορδί πανουκέφαλα κι’ όταν διάβαιναν Τούρκοι με ζαϊρέδες, τους χτυπούσαμε. Και σταθήκαμε καμπόσον καιρόν εκεί».
Ο ιστορικός χώρος του «Κατοίκου Χάνι» θα περάσει για μια ακόμη φορά στην αθανασία, όταν μετά την τελευταία μάχη της Επανάστασης στην Πέτρα της Βοιωτίας, θα γίνει αντικείμενο διαπραγμάτευσης από τους νικητές Έλληνες του Δημητρίου Υψηλάντη, θέτοντας όρο προς τους ηττημένους Τούρκους να εκκενώσουν το Χάνι που κατείχαν, ώστε να επιτραπεί στα υπολείμματα των ηττημένων να διέλθουν για τη Λαμία, εγκαταλείποντας ΟΡΙΣΤΙΚΑ ΕΛΕΥΘΕΡΗ την ανατολική Στερεά Ελλάδα. Το γεγονός ιστορείται και από τον Παπαρρηγόπουλο και από τον Διονύσιο Κόκκινο, και από την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους της Εκδοτικής Αθηνών. Θα παραθέσουμε όμως απόσπασμα από την Ιστορία του σύγχρονου της επανάστασης ιστορικού και πρώτου πρωθυπουργού της Ελλάδος Σπυρίδωνος Τρικούπη «Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ» (έκδοση 1857), όπου εν αντιθέσει με τους άλλους ιστορικούς, αναγράφει ορθογραφημένο το επώνυμο του Κατοίκου, ιδιοκτήτη του Χανίου. Η συνθήκη υπογράφτηκε στην Πέτρα της Βοιωτίας την 13 Σεπτεμβρίου 1829, μεταξύ του Γραμματέως του Δ.Υψηλάντη, Φιλήμονος και των Τούρκων στρατηγών Οτζάκ Αγά Οσμάνη και Ασλάμπεη Μουχαρδάρη:
«…..να απολυθώσιν όλοι οι αιχμάλωτοι Έλληνες και Τούρκοι, να συναναχωρήσωσιν αι κατέχουσας την πόλιν της Λεβαδείας, το Χάνι του Κατοίκου, το Τουρκοχώρι και την Φοντάναν τουρκικαί φρουραί…..».
Δεν μας είναι γνωστή από κάποια επίσημη γραπτή πηγή, η συγγένεια των ιδιοκτητών του Χανίου στον Κραβασαρά, με την οικογένεια Κατοίκου που διαβιεί επί 200 και πλέον χρόνια στη Σουβάλα Παρνασσού. Προφανώς η συγγένεια έλκει την καταγωγή από τα προεπαναστατικά χρόνια, όπου δεν υπήρχαν Δημοτολόγια. Το κενό έρχεται να καλύψει η αδιάψευστη προφορική παράδοση η οποία πάντα λειτουργεί ως αρωγός της Ιστορίας. Σύμφωνα με διηγήσεις των προγόνων μου, ο προπάππος μου Κατοίκος Ιωάννης του Γεωργίου (1862-1938), γεωργοποιμένας, διατηρούσε και επιβήτορα ίππο με τον οποίο κατά τους καλοκαιρινούς μήνες περιόδευε στα καμποχώρια ώστε ο ίππος να προσφέρει επ’αμοιβή τις γενετήσιες υπηρεσίες του στις φοράδες των ενδιαφερομένων νοικοκυραίων. Φεύγοντας από τη Σουβάλα ενημέρωνε την σύζυγό του: «Τρισεύγενη. Θα λείψω μέρες στα καμποχώρια. Θα μείνω στα ξαδέρφια στο Χάνι». Η απόδειξη της συγγένειας είναι προφανής. Οι ρίζες της οικογένειας Κατοίκου βρίσκονται πιθανότατα στη Γράλιστα των βορειοδυτικών Αγράφων. (Σημερινός Ελληνόπυργος Καρδίτσας). Από εκεί πιθανότατα μετανάστευσαν προεπαναστατικά οι δύο συγγενείς οικογένειες.
Στη Σουβάλα εγκαταστάθηκε μετεπαναστατικά ο Γεώργιος Κατοίκος του Ιωάννη (1820-1895), του οποίου ο πατέρας ήρθε και κατατάχτηκε ως αρματωλός στα επαναστατικά Αντρουτσέϊκα στρατεύματα. Μετά την απελευθέρωση δεν ξαναγύρισε στη Γράλιστα επειδή το χωριό του ήταν πάνω από την οριογραμμή Μαλλιακού-Αμβρακικού και παρέμεινε τουρκοκρατούμενο.(Απελευθερώθηκε το 1881). Για τις υπηρεσίες του στην επαναστατημένη Ρούμελη, έλαβε κλήρο πέντε στρεμμάτων ποτιστικών στη Σουβάλα, στη θέση «Αγκουνή» του Κηφισού, από την διανομή του εκεί πρώην τουρκικού τσιφλικίου του «Πρυώτικου». Μέρος του κτήματος κατέχει ακόμα και σήμερα η οικογένεια Κατοίκου.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΤΟΙΚΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
ΥΠΟΣΤΡ/ΓΟΣ ΕΛΑΣ ε.α. 1.ΣΤΡ/ΓΟΥ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ: ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ
ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΕΡΕΥΝΗΤΗΣ 2. ΣΠ. ΤΡΙΚΟΥΠΗ: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ
3. ΧΡ. ΕΝΙΣΛΕΙΔΗ: Η ΑΜΦΙΚΛΕΙΑ
4. ΘΡΥΛΟΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΟΥΒΑΛΑΣ