Σελίδες

Σελίδες

Παρασκευή 7 Αυγούστου 2020

ΜΕΡΙΚΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΜΙΑΣ ΖΩΗΣ.. ΓΡΑΦΕΙ Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ -ΣΒΙΓΚΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Ο ΠΡΩΤΟΣ  ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ – ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΥΡΥΤΑΝΙΑ

3/11/58-31/7/61

………………Το 1958 βγήκε ΦΕΚ όπου είχαμε διοριστεί κάπου 800 δάσκαλοι, όλοι πάνω από την Ευρυτανία, στην Β. Ελλάδα.  Έτσι στις 2 Νοεμβρίου, με το λεωφορείο που περνούσε τότε από τον παλιό δρόμο, πήγα στο Καρπενήσι, να δω που  θα με τοποθετούσε ο επιθεωρητής. Αν με τοποθετούσε μακριά, δεν θα αποδεχόμουν τον διορισμό και θα περίμενα τους επόμενους.

Έφτασα στο Καρπενήσι το απόγευμα. Πήγα βρήκα δωμάτιο στο ξενοδοχείο, έκανα μια βόλτα και το βράδυ πήγα σινεμά να περάσει λίγο η ώρα. Βγαίνοντας από το σινεμά έβλεπα τους άντρες και τις γυναίκες  με κατακόκκινα τα μάγουλα και τις μύτες. Λέω μέσα μου: «Να το καλό κλίμα του Καρπενησιού πως κάνει τους ανθρώπους όλο υγεία!»

Όταν μπήκα στο ξενοδοχείο, είδα στον καθρέφτη και τα δικά μου μάγουλα κατακόκκινα. Ήταν από το πολύ κρύο που έκανε.

Το πρωί πήγα στο γραφείο Επιθεωρήσεως. Βρήκα τον Επιθεωρητή, Κατσιρέας Π. λεγόταν και του λέω ότι είμαι νεοδιοριζόμενος και ήρθα να  αναλάβω υπηρεσία με μια προϋπόθεση του λέω:  

-           Επειδή έχω τον πατέρα μου άρρωστο και είμαι ο μόνος προστάτης του, θα σας παρακαλέσω να με τοποθετήσετε κάπου σ’ ένα χωριό κοντά σε δρόμο, έτσι ώστε σε μια ανάγκη να μπορέσω να πάω στο χωριό μου. Ας είναι και μία  και δύο ώρες μακριά με τα πόδια το χωριό από το δρόμο που περνάει αυτοκίνητο.

Υπουργός παιδείας τότε ήταν ο Καραπιπέρης, βουλευτής Ευρυτανίας. Εγώ στον πίνακα ήμουν με άλλους 20 και μόνο 3-4 δεχτήκαμε τον διορισμό. Ο Επιθεωρητής λοιπόν μου λέει:

-          Θα σε τοποθετήσω σε πολύ καλό χωριό, είναι διθέσιο και σε λίγο καιρό θα σου στείλω και δασκάλα.

-          Αν είναι κοντά του λέω έχει καλώς, αλλιώς δεν αποδέχομαι τον διορισμό.

Αυτός επειδή πιεζόταν, για να με πιάσει με το καλό μου λέει: 

-            Έλα να ορκιστείς να αρχίσει να μετράει η υπηρεσία σου και ο μισθός σου,  φύγε πήγαινε στο χωριό σου, πάρε τα πράγματά σου και έλα να πας στη θέση σου. Τον ρώτησα  σε ποιο χωριό θα πάω και μου λέει:

-           - Έλα, θα έρθουν και άλλοι δάσκαλοι σήμερα αύριο και θα σε στείλω σε κοντινό χωριό. Έτσι κι έγινε. Ορκίστηκα και έφυγα. Μάζεψα τα πράγματά μου, εδώ στο χωριό, ένα ράντζο, δυο κουβέρτες, δυο σεντόνια και μια βαλίτσα με ρούχα και ατομικά είδη. Πήγα πάλι στο Καρπενήσι ύστερα από 3-4  μέρες. Πήγα μέσα στο γραφείο του Επιθεωρητή να τον ρωτήσω που με τοποθετεί. Μου λέει:

-           Στον Ασπρόπυργο, το σχολείο είναι διθέσιο και θα σου στείλω και δασκάλα, γιατί έχει πολλά παιδιά. Τώρα είναι κλειστό λόγω έλλειψης δασκάλου. Τον ρώτησα αν ήταν μακριά.   Είναι 2-3 ώρες από το Γαύρο, μου λέει.

Ο Γαύρος ήταν μια τοποθεσία με ένα χάνι του Πέξα,  ανάμεσα στο Μεγάλο και Μικρό χωριό. Μέχρι εκεί πήγαινε αυτοκίνητο. Είπα Μέσα μου, δε βαριέσαι τι 2 τι 3 ώρες θα πάω. Τον ευχαρίστησα και τον ρώτησα πως θα πάω. Με έστειλε στον βοηθό του που είχε  υπηρετήσει και εκείνος στο ίδιο χωριό και θα μου έδινε τις πληροφορίες. Πήγα στο βοηθό του στο διπλανό γραφείο και τον ρώτησα σχετικά για το χωριό.

-             Είναι μεγάλο χωριό, πρόσεχε τις γυναίκες γιατί έχουν συμβεί πολλά εκεί, να τώρα θα       έρθουμε με τον επιθεωρητή  για ανακρίσεις. Ένας συνάδελφος άφησε μια κοπέλα έγκυο.     Μου είπε κι άλλα  πράγματα. Εγώ τον ξαναρώτησα πως θα πάω.  Είναι 3-4 ώρες, μου λέει, και καλά είναι να πας από τον Γαύρο, αν και μπορείς να πας και από τον Αγαλιανό. Έχουν κατεβάσει όμως τα ποτάμια και θα δυσκολευτείς. «Άντε!  λέω μέσα μου, από το ένα γραφείο στο άλλο  αυξήθηκε η απόσταση κατά μια ώρα, να δω στην πραγματικότητα πόσο θα είναι».

Πήρε τηλέφωνο τον πρόεδρο του χωριού να στείλει αγωγιάτη να με πάρει. Το βράδυ πήγα στον Γαύρο, αργά ήρθε ο αγωγιάτης, άρχισε να μου λέει για το χωριό, ότι είναι καλό, ότι έχει καλό κόσμο και ότι θα περάσω καλά. Δεν τόλμησα να ρωτήσω πόσες ώρες είναι γιατί φοβόμουν μη μου ανεβάσει κάνα δυο ώρες ακόμη. Φάγαμε μαζί το βράδυ , κοιμηθήκαμε και το πρωί ήπιαμε καφέ και ήμασταν έτοιμοι να ξεκινήσουμε. Φωνάζω τον Πέξα να μου κάνει το λογαριασμό. Αυτός με ρώτησε αν θα τα πληρώσω όλα εγώ. – Ναι του απαντάω.

Μου λογάριασε  λοιπόν, φαγητό για δυο άτομα τόσο, μισή οκά κρασί τόσο, καφέδες τόσο, ύπνος για δυο άτομα τόσο και  φαγητό και ύπνος για το μουλάρι τόσο. Τα πλήρωσα, φορτώσαμε τα λίγα πράγματα που είχα και φύγαμε. Μπροστά αυτός σέρνοντας το μουλάρι και πίσω εγώ. – Δάσκαλε, μου λέει, αν κουραστείς να παραμερίσω τα πράγματα να μπεις καβάλα. – Καλά πάμε και όταν φτάσουμε στη μέση, πες μου, του λέω. Προχωρούσαμε και προχωρούσαμε σε μονοπάτια  που δύσκολα πέρναγες. Το πιο επικίνδυνο ήταν που από πάνω από τα βράχια έπεφταν πέτρες κάτω. Έπρεπε να έχεις τα μάτια σου δεκατέσσερα.  Κάποια στιγμή, φτάσαμε στα διπόταμα, εκεί που ενώνεται ο Αγραφιώτης με το Καρπενησιώτη, ήταν μια μεγάλη πέτρινη γέφυρα. – Το καλοκαίρι μου λέει, δάσκαλε, που δεν έχει πολύ νερό, κατεβαίνουμε κάτω στο ποτάμι και από  την άκρη-άκρη πάμε στο χωριό γλυτώνουμε  έτσι καμιά ώρα δρόμο. Να, τώρα είμαστε στη μέση  του δρόμου για το χωριό θα ανεβούμε εκεί πάνω, είναι το Μπαλτά το χάνι. Θα φάμε εκεί, θα σου κάνω εγώ το τραπέζι και από εκεί είναι 8-10 καγγέλια για να φτάσουμε στην κορυφή. Από εκεί θα πάρουμε ευθεία και θα φτάσουμε. Είχαμε κάνει μέχρι εκεί τριάμισι ώρες και ήμασταν στη μέση. Τι να κάνω;  Σκεφτόμουν, να γυρίσω πίσω. Άντε, λέω μέσα μου, ας πάω να δω το χωριό και αύριο με το καλό φεύγω.

Φτάσαμε στον Μπαλτά, χάνι και αυτό, φάγαμε φασολάδα και σπετσοφάι, ήπιαμε και καμπόσο κρασί και ξεκινήσαμε. Η ανηφόρα δύσκολη, είχαν κοπεί τα πόδια μου, λίγο από την πορεία, λίγο από την ανηφόρα και λίγο από το κρασί που είχαμε πιεί. Σιγά-σιγά ανεβήκαμε τα καγγέλια, φτάσαμε στην κορυφή του βουνού  και από εκεί πήραμε κάπως ευθεία. – Άντε δάσκαλε, τώρα φτάσαμε, σε λίγο θα φανεί το χωριό, μόνο να παρακαλάς να μην έχουν κλείσει οι σωρίδες το μονοπάτι για να περάσουμε. Οι σωρίδες ήταν σημεία όπου είχαν μικρές πέτρες, χαλίκια, που κυλούσαν από ψηλά προς τα χαμηλά και έκλειναν  το μονοπάτι. Δεν μπορούσε κανείς να περπατήσει  πάνω σ’ αυτές γιατί γλίστραγε και από κάτω «ξενιτιά».  Φτάσαμε στις σωρίδες, ευτυχώς δεν είχαν κλείσει το μονοπάτι και περάσαμε προσεκτικά, μη τυχόν και παραπατήσουμε και πάμε κάτω. Σε λίγο φάνηκε το χωριό. Ήταν μέσα στα δέντρα , τα σπίτια ήταν με πλάκες από πάνω και κάπου έβλεπες και κανένα τσίγκο. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει και να σιχοψιχαλίζει. Μπήκαμε μέσα στο χωριό και μου λέει:

-   Που θέλεις να σε πάω, στον Πρόεδρο της Κοινότητας ή στον Πρόεδρο της Σχολικής Εφορείας.

    Πήγαινε με όπου θέλεις του λέω, το πρωί μόνο να είσαι έτοιμος για να φύγουμε πάλι για το Γαύρο.

         Τι λες δάσκαλε, εμείς είπαμε πότε να δούμε δάσκαλο και συ ακόμα δεν ήρθες και θέλεις να φύγεις;  Κάτσε να δεις το χωριό μας, τα παιδιά και μετά φεύγεις.

          Αυτό που σου είπα κ.Χρήστο. Να είσαι έτοιμος το πρωί. Τα πράγματά μου παρ’ τα εσύ και  το πρωί φόρτωσε τα πάλι να φύγουμε.

 – Ότι πεις εσύ, μου λέει.

Φτάσαμε στο μαγαζάκι του Περικλή, ένα μικρό καφενείο και ταβερνάκι μαζί.

 Εδώ απέναντι είναι ο Πρόεδρος της  Σχολικής Εφορείας, να του μιλήσω; - Ναι του λέω.

Μέσα στο μαγαζί ήταν 5-6 άντρες. Μόλις άκουσαν το μουλάρι του Χρήστου με το κυπρί (κουδουνάκι), βγήκαν έξω να δουν ποιόν έφερε. Τους λέει είναι ο δάσκαλος του χωριού μας. Αμέσως με καλωσόρισαν και με  πήραν μέσα να με κεράσουν. Ήρθε ο πρόεδρος, με χαιρέτησε και λέει στον Περικλή:  - Άναψε   φωτιά να ψήσεις κρέας για το δάσκαλο, θα είναι όχι μόνο κουρασμένος αλλά και πεινασμένος.  – Όχι δεν πειράζει, τους λέω, δεν θέλω τίποτα. – Α! δάσκαλε ήρθες στο χωριό μας και θα σε αφήσουμε να κοιμηθείς νηστικό; Είπαν όλοι μαζί. Θυμάμαι έβαλε πάνω στα κάρβουνα ένα μπροστινό κομμάτι από αρνί, ο Περικλής, έκοψε και τυρί, ψωμί, σαλάτα δεν είχε. Φάγαμε όλοι μαζί και το βράδυ με πήρε για ύπνο ο Πρόεδρος. Πήγαμε σπίτι του, η κυρά- Θανάσαινα μας περίμενε, με χαιρέτησε. Μου φίλησε και το χέρι από σεβασμό, δάσκαλος βλέπεις, αυτή ήταν τότε 50αρα κι εγώ 25 χρονών. Τη νύχτα δεν κοιμήθηκα όχι μόνο από τις σκέψεις, τι να κάνω, πώς να φύγω το πρωί, αλλά και από τη ναφθαλίνη που μύριζαν τα ρούχα που με είχε σκεπάσει η κυρά- Θανάσαινα. Τα είχε βγάλει καθαρά – καθαρά από το μπαούλο που είχε μέσα ναφθαλίνη. Το πρωί μας έφτιαξε καφέ, με ρώτησε αν κοιμήθηκα καλά, την ευχαρίστησα για την φιλοξενία και φύγαμε με τον Πρόεδρο για το σχολείο. Στο δρόμο που πηγαίναμε, μου έδειξε ένα σπίτι και μου είπε ότι εκεί έμενε ο προηγούμενος δάσκαλος και αν ήθελα θα μπορούσα να μείνω και εγώ. Μας άκουσε ο Δημητράκης ήταν δικό του το σπίτι, βγήκε έξω και ρώτησε τον Πρόεδρο  ποιος  ήμουν. Ο Πρόεδρος του είπε ότι ήμουν ο καινούργιος δάσκαλος. – Ελάτε πάνω για ένα ζεστό, τραβιέται τώρα το πρωί κάνει και κρύο. Ανεβήκαμε πάνω στο σπίτι του, η κ. Δημήτραινα  καταδεχτική , έβαλε το μπρίκι στη φωτιά σ’ ένα καμινέτο. Άρχισε να βράζει το περιεχόμενο, εγώ είπα θα είναι τσάι και σε λίγο άναψε από πάνω, το έσβησε με το χέρι που το σκέπασε και μας γέμισε δυο νεροπότηρα σχεδόν γεμάτα. Γέμισε πάλι το μπρίκι για να βάλει και το δικό του. Άχνιζε, το δοκίμασα μου φάνηκε γλυκό. Τι ήταν; Τσίπουρο με μέλι και λίγα γαρύφαλλα μέσα για μυρωδιά. Το ήπια όλο, είπε να βάλει κι άλλο, αλλά είπα όχι. Τον ευχαρίστησα και φύγαμε για το σχολείο. Φτάσαμε ήταν κοντά. Στο σχολείο μας περίμενε ο Ταμίας με τον Αγωγιάτη. Βαράνε  την καμπάνα και άρχισαν να έρχονται τα παιδιά, ήρθαν καμιά  40αριά. Εγώ λίγο ζαλισμένος από το τσίπουρο, βλέποντας και τα παιδάκια να έχουν κρεμαστεί  από τα μάτια μου και το στόμα μου τι θα τους πω, δεν ήξερα τι να κάνω, τι να πω. Μου λέει ο Χρήστος;  - Τι λες δάσκαλε, να φορτώσω να φύγουμε και ν’ αφήσεις αυτά τα  παιδάκια που σε περιμένουν και είναι δυο μήνες χωρίς δάσκαλο;  Τα παιδιά με κοιτούσαν στα μάτια. Έβλεπα στα μάτια τους να με παρακαλούν να μείνω να τους μάθω γράμματα. Βρέθηκα σε δύσκολη θέση, δεν ήξερα τι να κάνω.

Κοιτώντας τα, δάκρυσα και χωρίς να πω τίποτα, πήρα τα κλειδιά, άνοιξα το σχολείο και μπήκα μέσα. Ήταν μια αίθουσα δίπλα στην εκκλησία είχε καμιά 20αριά  θρανία, μια καρέκλα, ένα τραπέζι και ένα πίνακα. Όλα ήταν σκονισμένα και ασκούπιστα, λες και περίμεναν και αυτά τα άψυχα το δάσκαλο με τα παιδιά να τους δώσουν ζωή.

Σκούπισα τα δάκρυά μου, πήρα βαθιές ανάσες , βγήκα έξω και τους λέω: 

-          Παιδιά είμαι ο καινούργιος δάσκαλός σας, με λένε Θανάση. Θα περάσουμε μαζί όλο το χρόνο πολύ καλά γιατί σας βλέπω ότι είστε όλα καλά παιδιά. Τώρα θα φύγετε και θα έρθετε αύριο με τις τσάντες σας. Θα ειδοποιήσετε και τα άλλα παιδιά και θ’ αρχίσουμε τα μαθήματά μας κανονικά.

Έτσι έμεινα στον Ασπρόπυργο ή Αντράνοβα για δυο χρόνια. Το δωμάτιο που έμενα, ήταν ένα διώροφο πέτρινο σπίτι, πολύ μεγάλο. Από κάτω όμως, το ισόγειο, έβαζαν τα ζώα και η μυρωδιά τους ερχόταν πάνω. Έμεινα για λίγο εκεί και μετά πήγα στην Παπαδιά. Είχε έρθει στο χωριό ο  παπα- Γιάννης, γιός παπά και είχε τη μητέρα του στο χωριό. Γνωριστήκαμε, αυτός υπηρετούσε στην Αθήνα,  του είπα το πρόβλημά μου με το σπίτι,  και μου είπε να πάω να μείνω στο δικό του σπίτι που είναι άδειο. Έτσι έκανα. Η γέρο- Μιτζέλω όμως στεναχωρήθηκε που έφυγα από το σπίτι της. Ήταν η πρώτη μου σπιτονοικοκυρά. Είχε το γέρο της, τον Βασίλη και τρία αγόρια. Με τον μεγαλύτερο τον Φώτη, έμεναν μαζί, ήταν παντρεμένος και είχε δυο αγόρια και ένα κοριτσάκι προσχολικής ηλικίας. Θυμάμαι την πρώτη μέρα που πήγα στο δωμάτιο μου το μεσημέρι,  άνοιξα ένα κονσερβοκούτι  να  φάω. Μπαίνει μέσα η Μιτζέλω μ’ ένα νεροπότηρο κρασί. – Πάρε δάσκαλε ένα ποτήρι κρασί να πιεις, είναι πολύ καλό, έχουμε το καλύτερο κρασί στο χωριό. Πράγματι το μιτζελέικο  κρασί ήταν το καλύτερο. Το έβαλα στην  γλώσσα μου και δεν μου έκανε καρδιά να το βγάλω από τα χείλη μου. Το ήπια όλο μονορούφι. Ήταν αρωματικό, μαύρο, γλυκό, τσουχτερό, σαν το δικό μας, το παλιό αραχωβίτικο. Από τότε μαγείρευα εγώ με τη γριά τη Μιτζέλω, που έμενε στο σπίτι, γιατί οι άλλοι έφευγαν για τα χωράφια και για άλλες δουλειές. Έτσι τα κοπανάγαμε κάθε μέρα, γι αυτό στεναχωρήθηκε η φουκαρού. Και στο καινούργιο σπίτι, από κάτω που έμενα, ερχόταν και  μου’ φέρνε  κρασί και εγώ πάντα κάτι της έδινα. Το σπίτι που έμενα, ήταν σκεπασμένο με τσίγκους. Όταν έβρεχε ή και πολλές φορές έριχνε χαλάζι, δεν ήταν που να σταθείς από το θόρυβο. Κάποτε είχε έρθει ο επιθεωρητής και κοιμήθηκε εκεί. Όλη τη νύχτα έβρεχε, δεν έκλεισε μάτι ο φουκαράς. Την άλλη χρονιά πήγα στης Κοπάνως το σπίτι. Είχε το γιο της δάσκαλο στην Αθήνα, στον είχα γνωρίσει και μου είπε να πάω να μείνω στο δικό του σπίτι και να κάνω παρέα στη μάνα του.

Συνεχίζεται...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Επιτρέπεται η υποβολή σχολίων σχετικών, βέβαια, με το θέμα της κάθε ανάρτησης. Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και καλόπιστης κριτικής για τα θέματα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας είναι ευπρόσδεκτη. Αντίθετα, κάθε σχόλιο υβριστικού, προσβλητικού & κακόβουλου περιεχομένου και μάλιστα ανώνυμο θα διαγράφεται."