ΒΕΛΕΝΤΖΑΣ ΘΟΔΩΡΟΣ |
ΒΕΛΕΝΤΖΑΣ ΘΥΜΙΟΣ |
ΒΕΛΕΝΤΖΑΣ ΘΟΔΩΡΟΣ |
ΒΕΛΕΝΤΖΑΣ ΘΟΔΩΡΟΣ- ΑΓΝΩΣΤΟΙ |
ΒΕΛΕΝΤΖΑΣ ΘΥΜΙΟΣ |
Αρχείο Βελέντζα Κωνσταντίνου του Γεωργίου
Μαρία Παπαγεωργίου- Θύμιος Παπαγεωργίου- Γιάννης Παπαγεωργίου- Παναγιώτης Παπαγεωργίου
Η θειά Γιαννού, πήγε κάποτε στην Αθήνα και γυρίζοντας, αντί να κατεβεί στη Λιλαία κατέβηκε κατά λάθος στην Κάτω Τιθορέα. Δεν το κατάλαβε και με το ταγάρι στον ώμο πήρε δρόμο για τη Σουβάλα. Στο δρόμο, προς το Μόδι φυσικά, τη συνάντησε κάποιος Μοδιάτης και αφού την καλημέρισε τη ρώτησε:
- Για πού πας θειά; - Για το χωριό μ’. -Και ποιο είναι το χωριό σ’;
- Η Σουβάλα. – Άει θειά, εσύ πας κατά το Μόδ’, γύρνα πίσω.
- Που-που, πιδάκι μ’ τί έπαθα!
Όταν γέρασε η θεια Γιαννού, αρρώστησε και είπε στο γιό της το Στάθη, να της φέρει χάπια για τον πόνο…
-Τάφερες Στάθ’ τα χάπια; - Α… τ’ αστόησα μάνα, θα στα φέρω αύριο.
Την άλλη μέρα, της λέει ο Στάθης, έφερα μάνα κάτι χάπια αλλά είναι μικρά, να τα πιείς δυό-δυό.
Ο Στάθης ξέχασε να της τα φέρει, αλλά μέσα στην τσέπη του είχε κάτι φακές (φακόσπυρα). Η θεια Γιαννού δεν έβλεπε καλά και λέει , φέρτα ‘δω πιδάκι μ’ να τα πιού…
-Άνοιξε το στόμα σ’ μάνα να στα ρίξω μέσα… χαπ τα ρίχνει μέσα στο στόμα της, της δίνει και νερό κι η γριά τα κατάπιε μ’ ευχαρίστηση.
Την άλλη μέρα ρωτάει ο Στάθης τη μάνα του:
-Μάνα πώς είσαι; - Μ’ αυτά τα χάπια που μούδωσες παιδάκι μ’,
μ’ πέρασε ο πόνος, νάσαι καλά…
( Τί σου είναι η δύναμη της αυθυποβολής!)
Άλλη φορά ο Στάθης της έκανε ένεση με μια ψαροβελόνα… και τότε πάλι ‘’καλυτέρεψε’’ η θειά Γιαννού!
Η θειά Γιαννού δεν ήξερε γράμματα. Ο άντρας της δούλευε μακρυά σ΄ένα μύλο στο χωριό Φραντζή. Ήθελε τότε η θειά να στείλει γράμμα στον άντρα της το Γιώργο. Φώναξε λοιπόν το γείτονά της τον Δήμο, που ήξερε γράμματα, να της γράψει το γράμμα.
-Γράψε είπε: Γιώργο είμαστε καλά κι ο Στάθης έγινε καλά απ’ τη γρίπη , η γίδα γέννησε… κλπ
Ο κατεργάρης όμως ο Δήμος ( τσ’ Αγγέλως και όπως μου τάλεγε ο ίδιος), άλλα τούλεγε η Γιαννού άλλα έγραφε: Γιώργο , καλά κι εσύ αυτού τάφτιαξες με τη μυλωνού, αλλά και τη Γιαννού εδώ την ‘πιάσανε’ με τον Αργύρ’ το Σιαπέρα, μέσα στο ρέμα…
Την άλλη μέρα, τσουπ έφτασε ο κυρ-Γιώργος από το Φραντζή.
-Έλα δω μαρή Γιαννού, τί είν’ αυτά που λέει το γράμμα, ποιος τόγραψε;
-Ο Δήμος τσ΄Αγγέλως , Γιώργο μ’.
-Ααα το παλιοτόμαρο, θα στον κανονίσω τώρα εγώ
Και έπεται συνέχεια του καυγά…
Στου Γκούμα ,ράχη ,στον κάλανο ,κρυφόβρυση πιο πέρα
Μαζεύονταν οι τζιβαραίοι και παίζαν τη φλογέρα.
Κι εκεί στο Κεφαλόβρυσο θέλω για να περάσω γιατί κι αυτό το έζησα δεν πρέπει να ξεχάσω.
Μικρά όταν είχα τα παιδιά πήγαινα καλοκαίρι ,τα πήγαινα με τη Γιαγιά να κάνουν παραθέρι.
Κάτω απ΄το κεφαλόβρυσο στη μέση στη Μουτσάρα, θα δω να στέν’ τα δόκανα το Γέρο-Σαραμπάρα.
Κανάβια ,Πέτρα , θα σταθώ, στον Έλατο του Γούλα,το Γαυριώτη για να δω μαζί με τον ψυχούλα.
Μέσ’ στο Λιβάδ’ στο Καραούλ’ πρέπει εκεί να πάω, να δω ένα ταλαίπωρο , το φίλο μου το μάγο.
Από το Ρνίκι θα διαβώ ,στα σβέλτα μάνι,μάνι να δω λίγο τα Ξάδερφο, το Γιάννη Κοντογιάννη, θάχει καλή παρέα τον Πάνο τον Κουρέα.
Άμα θα φτάσω στη Φροξλιά ,θα δω και τους Κοτσιαίους κι όλους τους Καλλιμαναίους .
Τον Τριανταφλοκώστα , θάναι μαζί με το Λουκά το Γερομαστροκώστα. Μ’αυτούς θα κουβεντιάσουμε και με πολύ σοφία θα κάμωμε ανασκόπηση όλη την ιστορία.
Απάν’ Σουβάλα φτάνοντας ,θα δώ και τους Πλατιαίους, θα δω και το χριστόφορο και όλους τους Θαναίους,Μαγαίους,τον Καραθάνο ,τον Βρανά , Γουλαίους και Παπαναστασαίους.Το Γέρο – θύμιο το Σκορδά , Μανθαίους ,Κονταξαίους και Παπαγιωργακαίους.
Περνώντας στη χορευταριά ,στο Γιώργο τον Περιπτερά , θα κάτσω εκεί λιγάκι να πιούμε ένα κρασάκι…
ΒΑΛΑΣΚΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ
Αρχείο Λαογραφικού
Ο Γιάννης Μαρρές γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου του 1925 στην Πολύδροσο ή Σουβάλα Παρνασσίδας. Οι γονείς του Θανάσης και Βασιλική ήταν γεωργοί ασχολούμενοι κυρίως με τις φυτείες καπνού.
Το 1937 τέλειωσε το εξατάξιο Δημοτικό Σχολείο του χωριού του. Το 1938 γράφτηκε στο εξατάξιο Γυμνάσιο της γειτονικής Αμφικλείας (Δαδί).
Το 1941 κι ακριβώς την εποχή που οι Γερμανοί στρατιώτες έμπαιναν σαν κατακτητές στην Αθήνα, εκείνος βρισκόταν στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός, άρρωστος και εγχειρισμένος στο αριστερό του πόδι. Το 1943 τέλειωσε το Γυμνάσιο Αμφίκλειας.
Την ίδια εποχή που η εθνική αντίσταση μεγαλουργούσε εντάχθηκε στις αντιστασιακές οργανώσεις ΕΑΜ και ΕΛΑΣ της Σουβάλας. Μια από εκείνες τις μέρες του 1943 , Ιταλοί στρατιώτες επιχείρησαν να μπλοκάρουν τη Σουβάλα, κι ο Μαρρές στην προσπάθειά του ν’ αποφύγει τη σύλληψή του χτύπησε το εγχειρισμένο του πόδι με τρία κατάγματα στο κόκαλο του αριστερού του ποδιού. Από τότε τα πράγματα γι’ αυτόν ως προς την υγεία του άρχισαν να μην πηγαίνουν καλά.
Το 1944 κατέβηκε στην Αθήνα και ξαναμπήκε στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός. Η κατάσταση που επικρατούσε την εποχή εκείνη στην χώρα μας δεν επέτρεπε την σωστή ιατροφαρμακευτική περίθαλψή του. Στις 2 Αυγούστου του 1944 μπήκε ξανά στο χειρουργείο του νοσοκομείου, για να βγει από εκεί μ΄ ένα πόδι λιγότερο. Κι ήταν τότε 19 χρονών.
Ο Μαρρές ήθελε να σπουδάσει γιατρός, πράγμα που το ήθελαν και οι γονείς του, αλλά λόγοι υγείας του δεν το επέτρεψαν αυτό.
Τον Απρίλιο του 1947 παντρεύτηκε την συγχωριανή του Τασούλα Κ.Βελέντζα.
Κατά την εμφυλιοπολεμική περίοδο τα πράγματα γι’ αυτόν εξακολουθούσαν να είναι δύσκολα. Κυνηγημένος υποχρεώθηκε να φύγει από το χωριό του. Πήγε μαζί με τη γυναίκα του στον Πειραιά. Για να μπορέσουν να ζήσουν δούλεψε σαν μικροπωλητής παιδικών παιχνιδιών στον Πειραιά και στην Αθήνα. Δούλεψε ως απλός εργάτης σ’ ένα εργαστήρι που κατασκεύαζε σωλήνες για ηλεκτρικές εγκαταστάσεις κι έβαφε με μίνιο καρέκλες που κατασκεύαζε ένα άλλο μικρό εργαστήρι επίσης στον Πειραιά. Μετά τη λήξη του εμφυλίου, ο Μαρρές γύρισε στο χωριό του. Προσπάθησε ν’ αποκατασταθεί επαγγελματικά. Δεν μπόρεσε να εργαστεί σε καμιά κρατική υπηρεσία. Οι αστυνομικές αρχές του χωριού δεν του έδιναν το απαιτούμενο «πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων». Έτσι τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα γι’ αυτόν. Στη συνέχεια, και για δώδεκα ολόκληρα χρόνια, δούλεψε ως καπνεργάτης, περνώντας στις γνωστές βελόνες τον καπνό που έφερναν οι δικοί ου απ’ τα χωράφια τους.
Την ίδια εποχή , και κατά τις ελεύθερες ώρες του, άρχισε να διαβάζει και να γράφει. Το 1954 έγραψε το πρώτο του διήγημα με τίτλο: « Δοκιμασία» το οποίο δημοσιεύτηκε την εποχή εκείνη στο λογοτεχνικό περιοδικό «Πνευματική Ζωή» του Μελή Νικολαΐδη στην Αθήνα. Συνέχιζε να δουλεύει σαν καπνεργάτης, να διαβάζει και να γράφει ποιήματα, διηγήματα, δοκίμια, τα οποία και δημοσιεύονταν σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες της εποχής εκείνης.
Την ίδια εποχή ο Μαρρές , «ανακατεύτηκε» με τα κοινοτικά πράγματα του χωριού του, έλαβε μέρος στις εκλογές, εκλέχθηκε ως κοινοτικός σύμβουλος, κι αμέσως έγινε Αντιπρόεδρος της Κοινότητας και μέλος της Τουριστικής Επιτροπής του χωριού του. Εξακολουθούσε να δουλεύει, να διαβάζει και να γράφει.
Το 1959 εκδόθηκε το πρώτο του βιβλίο με τίτλο: «Δοκιμασία» (Διηγήματα). Η Έκδοση αυτή επεφύλασσε στο Μαρρέ μιαν απρόβλεπτη περιπέτεια. Δεν είχε όλα τα χρήματα, που χρειάζονταν για την έκδοση του βιβλίου αυτού, και θέλησαν να τον βοηθήσουν οικονομικά οι φίλοι του, προπληρώνοντας το βιβλίο του. Τη χειρονομία αυτή των φίλων του η Αστυνομία την εξέλαβε ως «έρανο» που έκανε ο Μαρρές για οικονομική ενίσχυση του παράνομου την εποχή εκείνη ΚΚΕ. Οδηγήθηκε για τούτο στο δικαστήριο αλλά αθωώθηκε.
Το 1963 εκδόθηκε το δεύτερο βιβλίο του με τίτλο: «Με το δάκτυλο στο χάρτη» (Διηγήματα). Το 1965 το τρίτο βιβλίο του με τίτλο: « Ιστορικά Μελετήματα». Το 1966 έγινε μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Στις 21 Απριλίου 1967, όταν οι συνταγματάρχες επέβαλαν τη δικτατορία τους, τον συνέλαβαν και λίγες μέρες αργότερα ο Μαρρές βρέθηκε εξόριστος στη Γυάρο. Όταν ξαναγύρισε σπίτι του, οι Αρχές του τόπου με σχετικό έγγραφό τους του έκαναν γνωστό ότι δεν μπορεί να είναι Αντιπρόεδρος της Κοινότητας, ούτε μέλος της Επιτροπής Τουρισμού του χωριού του για «λόγους δημοσίας τάξεως και ασφαλείας». Λίγο αργότερα έμαθε πως οι ίδιες Αρχές απαγόρευαν σ’ όλους τους χωριανούς του, ακόμα και στους πιο στενούς του συγγενείς, όχι μόνο να τον κάνουν παρέα αλλά ούτε και να του μιλούν. Η κατάσταση αυτή τον οδήγησε σε οδυνηρές περιπέτειες. Ο Γιάννης Μαρρές αδικοχτυπημένος από τη ζωή μέσα στη νιότη του, αποτέλεσε μια ξεχωριστή πνευματική μορφή.
Η προσωπικότητα, ο βουνίσιος χαρακτήρας, η κοινωνική ευαισθησία και η αγωνιστικότητά του σε σαγήνευαν και αναπόφευκτα τον αγαπούσες.
Έφυγε από τη ζωή στις 27 Αυγούστου του 2003. Άφησε πίσω του ένα σημαντικό πνευματικό έργο, που συνωθείται στα σαρανταένα βιβλία που εξέδωσε.
Γιάννης Μαρρές-Λουκάς Κούσουλας- Γιώργος Σκουρογιάννης |
ΟΙ Γονείς του Γιάννη Μαρρέ : Θανάσης -Βασιλική |
Γιάννης Μαρρές με τη Μητέρα του |
Νικηφόρος Βρετάκος- Γιάννης Μαρρές |
Λουκάς Κούσουλας- Νικηφόρος Βρετάκος- Γιάννης Μαρρές |
Γιάννης Μαρρές -Νικηφόρος Βρετάκος |
14 Φεβρουαρίου 1985 Αίθουσα της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών Τιμητική εκδήλωση για το Γιάννη Μαρρέ |
14 Φεβρουαρίου 1985- Τιμητική Εκδήλωση για το Γιάννη Μαρρέ σε μία Κατάμεστη Αίθουσα |
Πηγή : Απο το Βιβλίο του Δημήτρη Φαφούτη : Ο Γιάννης Μαρρές και η φιλία του με το Νικηφόρο Βρετάκο