(από το Βιβλίο του συμπατριώτη μας συγγραφέα Λουκά Κούσουλα «Για τα μαύρα μάτια»)
Δεν το είχα ποτέ μου ελπίσει και,
πραγματιστής, φαίνεται, όπως ήμουν, στα πέντε μου χρόνια, ούτε το ευχήθηκα ούτε
το ζήτησα. Να πάω εγώ στο παζάρι! Του Δαδιού! Που ακούστηκε, τ’ ήμουνα εγώ
δηλαδή να πάω στο παζάρι…
Έγινε! Με ξύπνησε τώρα ο πατέρας μου μες στα χαράματα, μ’ ανέβασε στη
φοράδα μας είπε να κρατιώμαι καλά, το
καπίστρι στα χέρια, διασχίσαμε το κοιμισμένο χωριό, και πήραμε το μονοπάτι, από
ψηλά, για το Δαδί! Αυτό πια! Γλεντούσε, φαίνεται, ο πατέρας μου την έκστασή μου
και μου μιλούσε γλυκά ξεναγώντας με. «Εδώ είναι η Μεγάλη ράχη, εδώ είναι τα
Ισώματα. Εδώ είναι το Πηγάδι του Μαρρέ». Μάλιστα εγώ, και τα μάτια μου ορθάνοιχτα για τα
κοντινά και τα μακρινά. « Εκεί είναι του
Κόκοτου το καραούλι». Οι βράχοι εκείνοι εκεί προφανώς, καθώς το φως δυνάμωνε
κιόλας και προσωρούσε η μέρα. Το μονοπάτι διπλωνόταν στα δύο, από πάνω μας
λιγοστά πεύκα κι έλατα «Αυτό είναι το
Βαθύρεμα» ο πατέρας μου.
Μάλιστα πάλι εγώ, άξιο φαίνεται του
ονόματος, κρατάει στο βάθος του, εκεί, νυχτερινό σκοτάδι ακόμα, πολύ βαθύ. Και κάτι κοράκια, νομίζω,
πιο χαμηλά, σ’ ένα ψοφίμι κοντά. Το Βαθύρεμα λοιπόν..
«Εδώ είναι του Σταμάτη» ο πατέρας, και είδα την αγροικία, στην ερημιά «Εδώ είναι το Άσπρόχωμα. Σε λίγο,
αποκεί, θα φανεί το Δαδί». Να το κι αυτό! Πρόβαλε μαζί κι η ήλιος φωτίζοντας τα
σπίτια του, σκαλί το σκαλί, απ’ τον κάμπο μέχρι τη δική του ράχη. Το παζάρι
συνέχεια κι ο πολύς κόσμος, τα ψητά και τα παιχνίδια, τα καινούργια παπούτσια
μου και τα γλυκίσματα , κι ο πατέρας μου στην υπηρεσία μου «αυτό έτσι είναι
αυτό αλλιώς»… Και τι πολλοί οι φίλοι του!
Πέρασαν έξι εφτά χρόνια. Εγώ και συνομήλικοι άλλοι, με γονείς και «κηδεμόνες»! μαζί, μια δεκαριά σχεδόν, κινήσαμε από ψηλά πάλι, κατακαλόκαιρο, να δώσουμε εξετάσεις για το γυμνάσιο.
Κινήσαμε χαράματα πάλι, απ’ τη μεγάλη ράχη-το νου και το μάτι μου ολόγυρα
εγώ – τα Ισιώματα πάλι, το Πηγάδι του
Μαρρέ, κι ο δάσκαλος που μας συνόδευε, θείος του ενός από μας, τους
υποψηφίους, δώστου και να ρωτάει όλους μας, για τον Ιουστιανιανό, τον Ηράκλειο,
να τα φρεσκάρουμε, για τον Αμαζόνιο, το Δούναβη κι εμείς ν’ απαντούμε.
«Στου Σταμάτη πάλι, στο Ασπρόχωμα», όταν-εγώ αναπήδησα: « Και το Βαθύρεμα; Που είναι
το Βαθύρεμα; « Τώωωρα» οι άλλοι. «Το Βαθύρεμα το περάσαμε.
Νάτο πίσω, εκείνο…»
Αυτό πια! Το είχαμε περάσει χωρίς να το αναγνωρίσω; Μα πως; Είχε συμβεί μήπως τίποτα, είχε αλλάξει
είχε χαθεί; Γιατί εγώ, σ’ αυτό προπαντός είχα το νου μου συνέχεια, στο Βαθύρεμα, κατάλαβες, το
σημαδιακό μέρος, όνομα και πράμα, ούτε στα Ισιώματα, ούτε στ’ άλλα, και τι
έγινε τώρα, πως μεταμορφώθηκε σ’ εκείνο το αυλάκι λοιπόν, που το προσπεράσαμε
χωρίς να το καταλάβω.
Στα έξι γυμνασιακά χρόνια που ακολούθησαν, και πέρασα εκατοντάδες φορές από
το Βαθύρεμα, σπάνια λησμόνησα την παλιά μου απογοήτευση, το πρώτο εκείνο
Βαθύρεμα που δεν ξαναβρήκα.
Το ξαναθυμήθηκα τελευταία. Είναι μια συμφωνία- εννοώ μουσική συμφωνία-
γνωστότατο έργο που αγαπώ ιδιαίτερα. Στο τρίτο μέρος της έχει ένα σημείο που
δεν πέρασε ποτέ χωρίς- ε, ναι, λοιπόν, χωρίς να με συγκλονίσει, αν εννοούμε μ’ αυτό
να μας διαπεράσουν κάμποσα τουλάχιστον ρίγη…
Το έφεραν οι περιστάσεις κι έκαμα χρόνια να την ακούσω. Την έβαλα τις προάλλες ξανά στο πικάπ, το γνωστότατό μου πρώτο μέρος, το δεύτερο ύστερα, το τρίτο- όταν η συμφωνία τελείωσε και πουθενά τα ρίγη που τη συνόδευαν…» Εξηγήσεις φυσικά εύκολα βρίσκονται, μα ο απορφανισμός μένει», όπως λέει κι ένα γνωστό μου ποίημα.
Σημείωση: O
Δάσκαλος που συνόδευε τους μαθητές
πρέπει να ήταν ο Γιώργος
Βελέντζας και ο συμμαθητής- συγγενής του Δάσκαλου, ο Γεώργιος Βελέντζας του Κων/νου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
"Επιτρέπεται η υποβολή σχολίων σχετικών, βέβαια, με το θέμα της κάθε ανάρτησης. Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και καλόπιστης κριτικής για τα θέματα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας είναι ευπρόσδεκτη. Αντίθετα, κάθε σχόλιο υβριστικού, προσβλητικού & κακόβουλου περιεχομένου και μάλιστα ανώνυμο θα διαγράφεται."