Σελίδες

Σελίδες

Σάββατο 11 Ιουλίου 2020

ΤΟ ΧΑΝΙ ΤΗΣ ΓΡΑΒΙΑΣ..






Χάνι, όταν λέμε, εννοούμε έναν σταθμό που  ο κάθε οδοιπόρος εκεί, ο κάθε στρατοκόπος, ο αγωγιάτης ξεπέζευε για να ξεκουραστεί, ίσως και να διανυκτερεύσει και την επομένη να συνεχίσει το ταξίδι του. Ήταν το λεγόμενο Πανδοχείο, το σημερινό «Μοτέλ».

Το Χάνι πρόσφερε τροφή, στέγη, ασφάλεια, ξεκούραση. Ακόμα ζεστασιά, στέγνωμα από βροχή, δρολάπι ή χιόνι, ζεστό ρόφημα, κατάλυμα για ύπνο, πάχνιασμα ζωντανών, πότισμα αυτών και μετά συνέχιση του δρόμου- ταξιδιού.

Απαραίτητοι χώροι ενός χανιού ήταν: Το φωτάναμμα (με τζάκι, σοφρά και σκαμνιά), ο στάβλος (με πάχνες και μασγάλια-καμάρες και κρίκους για το δέσιμο των ζώων) και η αποθήκη (ζωοτροφών και καυσοξύλων). Απαραίτητος εθεωρείτο ο «οντάς» το δεύτερο δηλ. πάτωμα, το πατάρι με κινητή αφαιρούμενη σκάλα για την ασφαλή διανυκτέρευση των οδοιπόρων. Επίσης ο φούρνος, το αποχωρητήριο, το στέγαστρο κι ο κήπος. Απαραίτητος επίσης χώρος ήταν κι ο μεγάλος περίβολος αυλόγυρος με μάντρα, με βρύση και π ποτίστρα για τους καλούς θερινούς μήνες με άφθονο νερό. Επίσης παχνιά στο μέσα μέρος της μάντρας. Στα παλιότερα χάνια, μια κάποιας εποχής, όλοι οι παραπάνω χώροι ήσαν ένας και μόνος χώρος, ενιαίος. Ένα γύρω τα ζωντανά με τις πάχνες τους και στη μέση η ανθρακιά, στέγνωμα, φαγητό, κουβεντολόι κι επί τόπου ύπνο μέσα στις κάπες τους, στα καπότια τους και στα ταλαγάνια τους. Στα χαράματα αναχώρηση.

Το χάνι της Γραβιάς είχε όλα τα’ απαραίτητα, αλλά ήταν πλινθόκτιστο, παλιό, ξεφτισμένο, μ’ άλλα λόγια παλιόχανο πάρα τους τρεις (3) ιδιοκτήτες του (πατέρας με δυο γυιούς). Όταν  η τοποθεσία αυτής της Γραβιάς  έγινε χωριό (μετά το 1940) και μέχρι το 1940, απόκτησε πολλά χάνια. Ήταν τα Μελισσαρέικα χάνια, τα Κραββαριτέικα, τα Λαλέικα κ.α.

Μια μαρτυρία

Ο Δυσσέας, πριν να κατέβη στη Γραβιά, πέρασε από τη Βάριανη. Έφτασε στην εκκλησία της Αγιά-Παρασκευής με τα έντεκα μόνο παλληκάρια του:  Τα δυο αδέρφια Μίνιος και Σπύρος Κατσικογιαννέοι, μπιστεμένοι του από παλιά. Οι δυο Καπογιαννέοι ή Καπογιωργέοι, αδέλφια που κουβάλησε από το Ξηρόμερο. Ο Αγγελής Γοβγίνας, φίλος του και δεξί του χέρι. Κι απ’ τους άλλους ένας ήταν ο Μουσταφά Γκέκας, όπου τον κράταγε σωματοφύλακά του, και δεύτερος ο Ζαφείρης, όπου τον έκραζε παραγιό.

Έφτασε λέγαμε στη Βάριανη και εκεί χτύπησε την καμπάνα της εκκλησίας γυρεύοντας σύναξη. Άκουσε την καμπάνα ένας τσοπάνης γιδιών, ονόματι Κοντολάτης, και έστειλε τον 17χρονο γυιό του να μάθει τα καθέκαστα. Εκείνος μόλις έφτασε στην εκκλησιά ρωτήθηκε από τον Ανδρούτσο:

-          Που είναι ο πατέρας σου ορέ;

-          Στο κοπάδι, μπάρμπα στο γίδια.

-          Μακριά;

-          Όχι δω πα, να τον φωνάξω;

Έφτασε ο πατέρας του 17χρονου στο άψε-σβήσε.

-          Ποιος είναι ο Προεστός σας, ορέ Πατριώτη, και που είναι;

-          Εγώ είμαι ο Προεστός Δυσσέα, πες μου το τι θες και θα τόχεις.

-          Θέλω μια χαψιά ψωμί με προσφάι για να φάω εγώ και τα παλικάρια μου, αύριο χτυπάμε τους Τούρκους στη Γραβιά.

-          Όχι μόνο ψωμί και τυρί θάχεις, μα και σφαχτό ολόκληρο θα φέρω.

Ετοιμάστηκαν όλα, έφαγαν, ήπιαν, τραγούδησαν και χόρεψαν. Ύστερα σήκωσαν τα γιαταγάνια τους χιαστί κι ορκίστηκαν εκδίκηση για το χαμό του Διάκου. Μαζί τους στον όρκο με τα γιαταγάνια σήκωσε και το δικό του σουγιά ο 17χρονος. Ο πατέρας του όμως τον εμπόδισε.

-          Άστο αυτό, Καπετάνιο, δεν  του πρέπει ακόμα, είναι άγουρο. Δεν ξέρει ακόμα το βάρος του όρκου του, δεν θα μπορέσει να σηκώσει το μεγάλο βάρος του όρκου.

Μετά κατηφόρισαν στη Γραβιά. Όλα τα παραπέρα είναι γνωστά. Δεν είναι γνωστό ίσως, πως ο 17χρονος ακολούθησε τον Ανδρούτσο ως τη Γραβιά. Μάλιστα προηγήθηκε αυτού και ανήγγειλε τον ερχομό του Δυσσέα στους άλλους καπεταναίους. Εκεί άκουσε και είδε όλη τη στάση και τη στιχομυθία. Είχε μερίσει σ’ ένα «τσιμάρι» κατά τη Σκαλούλα μεριά, πιο πάνω του χανιού και από ‘κει παρακολούθησε όλα τα συμβαίνοντα τη μέρα ‘κείνη. Στα βαθιά του  γεράματα , πολύ «γέρων» πια, ως «γερο-Κοντολάτης» τα διηγιοταν, τα μολόγαγε, στους άλλους γέροντες στον καφενέ του γερο-Χινόπωρου (Χινόπωρος Ευστ.τ.Ιωαν. Γεννημένος το 1826) που ζεσταίνονταν γύρω στο μαγκάλι πίνοντας τσάι και ρούμι. Από’ κει μας μεταφέρει την είδηση ο γερο –Κατσαμπράγκας  απ’ τη Γραβιά                      (μπάρμπα Δημητράκης  Μακαρέζος, ενώ τον αδερφό του τον Γιάννη Μακαρέζο τον έλεγαν Ζιμπιρέκη) που μικρός τότε άκουγε και ρουφούσε ωσάν σφουγγάρι τις ηρωικές αυτές ιστορίες. Με τη σειρά του τώρα τις ιστορίες αυτές τις διηγείτο στον Ανδρέα Λουκά Χρυσανθόπουλο (πρώην Μπαλωμένο) συγγραφέα που κι αυτός τις καταγράφει στο βιβλίο του (1992) «Ο Δυσσέας Ανδρούτσος». Ο 17χρονος τότε Κοντολάτης μας λέει το πώς κι από ποιον σκοτώθηκαν οι δυο Θανασάδες, Καπλάνης και Σεφέρης, απόνα Τούρκο πάνω στο δέντρο τα’ Αη-Θανασιού (Βαλανιδιά-δρυς). Ένα άλλο τώρα. Το ότι ο Δυσσέας δεν είχε εκραγεί στις αντιρρήσεις των άλλων και κάπνιζε συνεχώς ήταν, γιατί δεν είχε επαρκή παλικάρια. Γι αυτό έστησε κα το χορό. Μόνη λύση ήταν, κατ’ αυτόν, το χάνι κι όχι το γιοφύρι της Χαινίτσας. Εκεί θα τους «πετσόκοβε», έλεγε, το τουρκικό ιππικό.

Επιλογή τόπου Αντίστασης.  Αρχική σκέψη άμυνας ήταν το γιοφύρι στο ποτάμι  Χαινίτσα (σήμερα Κοραδάς κατά τον Α.Χρυσανθόπουλο). Επέμεναν όλοι πλην του Δυσσέα. Ο Δυσσέας εμμένει πως εκεί, αν πιάσουν, θα τους πετσοκόψει το τούρκικο ιππικό.

Τα πρώτα Μαντάτα. Την είδηση πως έρχονται-έφτασαν οι Τούρκοι – από το Ζητούνι (Λαμία) προς τη Γραβιά την έφερε ο μονόματος Ηλίας Μανανάς, καλόγηρος καταγόμενος από τη Βάριανη. «…ήρθε από το Ζητούνι τσασίτης, ο Λιας ο Μανανάς, ο γκαβομάτης, όπου τον είχαν σταλμένον εκεί, να καμώνεται τάχα τον ζήτουλα κι είπα πως οι Τούρκοι έρχονται».

ΟΙ κρίσιμες ώρες.  Στις 9 το πρωί της 8ης Μαίου 1821 κλείνονται τελικά  στο Χάνι 120 παλληκάρια (τα μέτρησε ο ίδιος ο Δυσσέας με πρώτο και καλύτερο το Θανάση το Σεφέρη). Κι άλλοι  ήθελαν μα δε χωρούσαν). Ήταν μέρα             Κυριακή. Στις 11 έφτασαν οι Τούρκοι.

Ανεφοδιασμός. Ο Αναγνώσης Κεχαγιάς από τα Σάλωνα (ο γυιός του αργότερα έγινε Διευθυντής της Εθν.Τράπεζας) μαζί με το γαμπρό του Καραχάλιο , με δυο ζωντανά τους έφεραν 2 κάσες μπαρουτόβουλα και τροφές λίαν απαραίτητα αυτές τις στιγμές για τους έγκλειστους. Μόλις που πρόλαβαν να τα ξεφορτώσουν και  να τα πετάξουν μέσα από τη μάντρα. Μάλιστα το ένα το μουλάρι σκοτώθηκε επί τόπου. Τους υπερασπίστηκε να φύγουν σώοι, ο Καρπλής.

Οι Τούρκικες ορδές. Οι Τούρκικες ορδές αποτελούντο από Αρβανίτες, Τόσκιδες και Γκέκηδες. Σύνολο 8.000 με αρχηγό τον Ομέρ Βρυώνη, γνωστό και φίλο του Δυσσέα από τη αυλή του Αλή πασά.

Αι ημέτεραι δυνάμεις. Οι έξωθεν υπερασπιστές Έλληνες (Πανουργιάς και Δυοβουνιώτης) αμύνονταν από Χλωμό, Πανάσσαρη-Βρύση Σότσικας και δρόμο προς τα Σάλωνα. Στην οπισθοχώρησή τους τελικά τους υπερασπίστηκε ο Σουλιώτης Μπούχλας (αργότερα νεκρός. Ο  Πανουργιάς και Δυοβουνιώτης είχαν πιάσει το Χλωμό, ενώ ο Κοσμάς Χρήστος, Σολιώτης τη βρύση Σότσικας.

Εμπροσθοφυλακή. Του Τούρκικου στρατού προηγούντο Δερβίσηδες και Ιμάμηδες προσευχόμενοι.

Η πρώτη αναγνώριση. Εμφανίζεται πρώτα ένας γέρος Δερβίσης, έφιππος. Σκορπάει ζερβόδεξια άμμο (για να διασκορπιστούν οι οχτροί του Αλάχ) ψέλνοντας το «ντονά» του (προσευχή). Εντολή του Ανδρούτσου ήταν «… μην τραβήξετε κανένας πριχτού’ γω ν’αρχινήσω…».

-          «Νέρεγιε γκιντέρσιν»; (που πας) ερωτά ο Δυσσέας .

-          «Σάλωνα για γκιντέριμ»; (πάω κατά Σάλωνα) η απάντηση.

Τότε ο Δυσσέας ρίχνει και τον σκοτώνει. Πάνω του ρίχνουν και οι Μουσταφά Γκέκας (σωματοφύλακας του Δυσσέα, πέθανε στη Λειβαδιά το 1870), ο Γερογιάννης κι ο Γιάννης Μαμούρης. Οι Τούρκοι μανιάζουν, βρίζουν καταριώνται, φρυάζουν.

Τούρκικο αρχηγείο. Ο Ομέρ Βρυώνης παρακολουθεί την έκβαση της μάχης από το εξωκλήσι τ΄Αη –Θανάση.

Απώλειες. Εφτά γιουρούσια έγιναν 300 οι νεκροί Τούρκοι. Δυο οι  Έλληνες  και οι δυο Θανάσηδες (Καπλάνης και Σεφέρης η Τσαφέρης). Στην έξοδο ο Αγγελής ο Γωβιός γύρισε πίσω για να πάρει την ξεχασμένη κάπα του (στο μανικοκάπι, λέει, είχε ένα μαχαίρι ενθύμιο από την αυλή τα’ Αλί Πασά) και την πήρε! Ο Τούρκος που σκότωσε το Θανάση Καπλάνη πάνω από το δέντρο (ως ελεύθερος σκοπευτής) σκοτώθηκε από τον ίδιο το Δυσσέα. Κλαρώθηκε και έμεινε πάνω στο δέντρο, σαν σκοτωμένο γεράκι, για δυο μέρες.

Και το ….φαιδρό. Κατά  τον Μ. Περάνθη ένας Τούρκος, κρατώντας μια τούρκικη σημαία στο χέρι, κατάφερε να φτάσει μέχρι το Χάνι. Εκεί προσπαθώντας να τη στήσει στη μάντρα, ένας Έλληνας ο Γιάννης ο Μούντρης, την πιάνει και οι δύο τους μονομαχούσαν ποιος θα την πάρει. Τραβώντας την έσκισαν στα δυο. Πήρε ο καθένας το κομμάτι του, μισή-μισή. Ο Τούρκος το’ βαλε στα πόδια. Οι Έλληνες από μέσα, καγχάζοντες, του φώναξαν:  «Ε, που την πας, ορέ , την κολοβή;».

Εν ζωή έγκλειστοι στο 1888. Στις 29/5/1888 έγιναν τα εγκαίνια του Μνημείου στη Γραβιά. Παρέστησαν σ’ αυτά οι επιζώντες ακόμη Ηλίας Πετώνης κι ο Ανδρίτσος Λαίνης, έγκλειστοι του Χανιού.  Απ΄ τα Σάλωνα ο πρώτος και την Κολοπετινίτσα ο δεύτερος. Τους παρασημοφόρησε ο Βασιλιάς Γεώργιος ο Α’ με το βασιλοπαίδι του –πριγκίπισσα Αλεξάνδρα. Επίσης παρέστη και η χήρα του έγκλειστου Παρασκευά Κουρκουμέλη από την Κεφαλονιά. Είχε πεθάνει ο ίδιος από χρόνια.

Τον Πανηγυρικό λόγο στα εγκαίνια του μνημείου στις 29/5/1888 εκφώνησε ο νεαρός λόγιος Κ.Παπαμιχλόπουλος.

Δήμαρχος Δωριέων το 1888 ήταν ο Γιάννης Βισβίκης.

Ιερέας ήταν ο Παπαδημήτρης (Δημήτρης  Τσακνής).

Επιτροπή ανέγερσης του μνημείου ήταν: Πρόεδρος Μιχ.Κυργούσιος (Εισαγγελεάς), Ι.Μελετόπουλος, Ν. Κόκκαλης και Ι.Βισβίκης (Δήμαρχος).

Το μνημείο χαρακτηρίστηκε διατηρητέο με ΦΕΚ.128/19-6-1940. Και ο ετήσιος εορτασμός καθορίστηκε με ΦΕΚ. 120/4-8-1962.

Επέμβαση στο μνημείο. Παρά το χαρακτηρισμό του ως «διατηρητέου» το μνημείο άλλαξε μορφή (χαλάστηκε η μάντρα του, οι πόρτες του και κόπηκαν τα κυπαρίσσια του). Ως και η προτομή του Οδυσσέα μετακινήθηκε προς Ν. κατά 30 μ.

Συνέπειες για τη απόδραση των εγκλείστων. Στα δύο δέντρα τα’ Αη –Γιάννη (μέχρι προχθές είχε μείνει το ένα- σήμερα κανένα, από άγνοια της Ιστορίας τους ή από το γύρας- σάπισαν). Ο Ομέρ Βρυώνης κρέμασε του 6 υπεύθυνους αξιωματούχους του για την απόδραση των μαχητών του Χανιού.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Επιτρέπεται η υποβολή σχολίων σχετικών, βέβαια, με το θέμα της κάθε ανάρτησης. Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και καλόπιστης κριτικής για τα θέματα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας είναι ευπρόσδεκτη. Αντίθετα, κάθε σχόλιο υβριστικού, προσβλητικού & κακόβουλου περιεχομένου και μάλιστα ανώνυμο θα διαγράφεται."