Σελίδες

Σελίδες

Τετάρτη 1 Ιουλίου 2020

ΟΤΑΝ ΔΙΟΡΙΣΤΗΚΑ - ΓΡΑΦΕΙ Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΡΙΒΑΣ



             

Το 1974 Σεπτέμβριο μήνα, διορίστηκα δάσκαλος, στο νομό Φωκίδας.  Παρουσιάστηκα στο γραφείο του Επιθεωρητή στην Άμφισσα. Με καλοδέχτηκε  αυτός και μου λέει θα πας στο χωριό Καλλιθέα Δωρίδος, γιατί δεν έχουν δάσκαλο και τα σχολεία έχουν αρχίσει.  Μου δείχνει στο χάρτη το χωριό και μου λέει, ‘’Βλέπεις , είναι και κοντά στη θάλασσα’’…              τί  με περίμενε όμως…. Μπορεί στο χάρτη να φαινόταν κοντά στη θάλασσα, ήταν όμως      25χλμ μακριά από την κύρια οδική αρτηρία, χωρίς συγκοινωνία κι ανηφόρα, σκαρφαλωμένο στην κορυφή του βουνού στα 750 μ. υψόμετρο. Τί να κάνω όμως, πρώτος διορισμός ήταν,  δεν είχα άλλη επιλογή.   Την άλλη μέρα, πήραμε το τρίκυκλο του Νιόνιου, (Παναγιώτης Μαστροκώστας) και βουρ απ’ τη Σουβάλα στην Καλλιθέα, φορτωμένος τα πραγματά μου.  Ο δρόμος  μετά την άσφαλτο,  κατσικόδρομος…. Αν τόξερα,  έλεγε ο Παναγιώτης, δε θα σ΄έφερνα, θα χαλάσω τη μηχανή μου…  Περάσαμε από ένα χωριό πρώτα, Ελαία το έλεγαν ή Βελενίκο. Από κει,  έμαθα αργότερα, κατάγονταν οι δημοτικές τραγουδίστριες  Σοφία Κολιτήρη, η Κοτρώτσου και η Γεωργακοπούλου.  Στο δρόμο μια γιαγιά ζαλικωμένη με ξύλα στην πλάτη, μας λέει: ‘’χάσατι το δρόμο πιδάκι  μ ‘’.  Με τα πολλά φτάσαμε στην Καλλιθέα. Το χωριό σύσσωμο μας περίμενε στο μαγαζί ( καφενείο, παντοπωλείο, κρεοπωλείο, ταβέρνα, τηλεφωνικό κέντρο) και κοίταζε το νέο δάσκαλο με την περίεργη μηχανή.  Κάποια παιδιά, τσοπανόπουλα, είπαν στον Παναγιώτη:  θείο δεν έχει άλλη ρόδα η μηχανή σου;
Δεν ξανάχανε δει τρίκυκλη μηχανή …  Έχει, είπε ο Νιόνιος, αλλά μούπεσε  στο ρέμα… Όρμηξαν δυο – τρία να πάνε να τη βρούνε!    Μας περίμενε κι ο πρόεδρος του χωριού και μετά από τα καλωσορίσματα και τις συστάσεις, μας έβαλαν να φάμε γίδα βραστή με μακαρόνια.

Το χωριό είχε πολλή κτηνοτροφία, κυρίως γίδια που έτρωγαν  μηλόκεθρα , (καρπός του κέδρου) και ήταν νόστιμα. Κάθε σπίτι σχεδόν, είχε από δυο τρία γαϊδούρια…

--Τί τα θέλετε τα γαιδούρια;  --Για τα σανά.   –Και τα σανά, τί τα θέλετε; --Για τα γαιδούρια!  Τα μανάρια τους, δηλ. τα οικόσιτα ζώα, τα έλεγαν ‘’μαρτίνια’’.

Η  Καλλιθέα παλιά ήταν μεγάλο χωριό, αλλά αφότου έγινε ο παραλιακός δρόμος  Ιτέας – Ναυπάκτου, μετακόμισαν οι περισσότεροι κάτοικοι στους οικισμούς Άγιο Νικόλαο και   Άγιο Σπυρίδωνα.  Το σχολείο όταν πήγα είχε 17 μαθητές και την τρίτη χρονιά που έφυγα είχε μόνο 5.  Τα παιδιά είχαν όρεξη για μάθηση, αλλά δεν είχαν καμία βοήθεια από το σπίτι. Μάλιστα πολλά ερχόντουσαν από τα μαντριά των γονιών τους, που ήταν μια ώρα δρόμο, ταλαιπωρία.  Εγώ τα πρόσεχα όσο μπορούσα κι αργότερα όπως έμαθα , όλα προόδεψαν.

Η ζωή στο χωριό, για μένα, αρκετά δύσκολη. Μοναχική θα έλεγα. Σχολείο, σπίτι, κυνήγι… είχε πολύ κυνήγι εκεί πάνω.  Συντροφιά μου το διάβασμα. Κάποιες φορές, κανα μικρό γλεντάκι στο καφενείο με λίγους ντόπιους, τραγουδώντας ωραία δημοτικά τραγούδια.

Στην ιστορία του σχολείου, ένας ντόπιος δάσκαλος, ο Ιωάννης Θάνος, έγραφε για το χωριό: Το χωριό το έλεγαν Ξυλογαιδάρα, αλλά όταν πέρασε περιοδεία, η βασίλισσα Όλγα, με καραβάκι στον Κορινθιακό, είπε αυτό το χωριό, στο βουνό ψηλά, να το μετονομάσετε σε Καλλιθέα.

Πράγματι είχε πολλή θέα από την πλατεία. Απλωνόταν μπροστά σου όλος ο Κορινθιακός, από Κιάτο μέχρι  Αίγιο και Πάτρα. Το βράδι  με τα φώτα μακριά των πόλεων, ήταν πανόραμα, μέχρι Ρίο – Αντίριο φαινόταν, ακόμη στο βάθος και η Κεφαλλονιά!

Τον πρώτο χρόνο, έκανα καλή κατανάλωση στις κονσέρβες. Μετά πήρα πετρογκάζ  και άρχισα να μαγειρεύω, η ανάγκη με έφτιαξε καλό μάγειρα μπορώ να πω…

Για να φύγω απ΄το χωριό και να κατέβω σε μεγαλύτερη πόλη για βόλτα, ούτε λόγος… Ήταν μιάμιση ώρα κατέβασμα με τα πόδια και διόμιση ώρες ανέβασμα, χώρια άλλες συγκοινωνίες που θάπρεπε να πάρω…βλέπεις τα νιάτα του ’74 δεν είχαν αυτοκίνητα παραδοτέα από τον μπαμπά…   Έτσι πήγαινα στο χωριό μου, στη Σουβάλα, μόνο  Χριστούγεννα, Πάσχα και καλοκαίρι.  Στο γυρισμό άμα είχα και καμιά βαλίτσα, την έφερνε ο γάιδαρος την άλλη μέρα…  Θυμάμαι μια φορά που ανέβαινα στο χωριό, με πιάνει μια μπόρα με αστροπελέκια,  γιά  που πήγαν να με φάνε και κάποια τσοπανόσκυλα!

Όλοι οι κάτοικοι της Καλλιθέας ήταν περίπου εκατό.  Φούρνο δεν είχε και μου έφερναν οι μαθητές από τα σπίτια τους ‘’βιταλιά’’, ένα ψωμί νοστιμότατο από ντόπιο σπόρο ορεινό.  Τα χωραφάκια τους ήταν κατηφοριαστά με αναβαθμίδες και φτάνανε ως χαμηλά στη θάλασσα, είχαν δε  ωραίο κρασί και λάδι καλής ποιότητας.

Μου λέει κάποτε ένας φίλος στο χωριό,  ‘’βλέπεις δάσκαλε, αυτή την κοπέλα, με τα ρόδινα μάγουλα που σε κοιτάζει; Θέλεις να την παντρευτείς, ο πατέρας της έχει 500 γίδια’’.

Όχι ευχαριστώ πολύ, είπα εγώ, θα παντρευτώ στον τόπο μου!  Εξορία μου φαινόταν τότε εκεί.  Ήμουν νέος, 24 χρονών, κι έλεγα στον εαυτό μου, κάνε υπομονή, θα περάσουν τα δύσκολα. Ώσπου το 1977, ύστερα από τρία χρόνια, πήρα μετάθεση για Αγία Παρασκευή Τιθορέας.  Θα ακολουθήσουν πολλά χρόνια υπηρεσίας ακόμα. Τα χρόνια πέρασαν και περνάνε, οι αναμνήσεις μένουν, κυρίως όταν γράφονται…!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Επιτρέπεται η υποβολή σχολίων σχετικών, βέβαια, με το θέμα της κάθε ανάρτησης. Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και καλόπιστης κριτικής για τα θέματα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας είναι ευπρόσδεκτη. Αντίθετα, κάθε σχόλιο υβριστικού, προσβλητικού & κακόβουλου περιεχομένου και μάλιστα ανώνυμο θα διαγράφεται."