Ο Ντουφεκαλέξης ή Τφεκαλέξης, έζησε προπολεμικά και ήταν
δάσκαλος, δημοδιδάσκαλος της εποχής εκείνης, επειδή οι δάσκαλοι τότε
πληρώνονταν από τον Δήμο ή την Κοινότητα.
Ήταν ευσταλής άνδρας, φορούσε πάντα φουστανέλα. Πολύ εύστροφος και
χωρατατζής. Το πραγματικό του όνομα ήταν Αλέξανδρος Δρίβας και το σπίτι του στη
Σουβάλα, βρισκόταν κοντά στη βρύση Γούλα.
Ήταν πρωτοξάδερφος του προπάππου μου
Αθανασίου Ι. Δρίβα. Δίδαξε σε
πολλά χωριά της περιφέρειάς μας. Ήταν
πνεύμα σπινθηροβόλο, ετοιμόλογο και σκωπτικό…
Πολλές ιστορίες αναφέρονταν γι’ αυτόν στα χωριά που πέρασε, να μερικές:
1.
ΚΑΙ ΣΥ ΔΑΣΚΑΛΕ ΜΠΑΤΣΟΥΤΑ
Κάποτε που
δίδασκε στην Κ.Τιθορέα (Καλύβια τότε) ήρθε μια νέα δασκαλίτσα από Αθήνα στο
σχολείο. Ήταν νέα και όμορφη… Ο δάσκαλος
Μπατσούτας την ‘’έφερνε γυροβολιά’’,
αλλά δεν τα κατάφερε… Φεύγοντας η δασκάλα τον Ιούνιο, πήγαν στο τρένο να την
αποχαιρετίσουν οι δάσκαλοι του σχολείου και η δασκαλίτσα μέσα από το τρένο τους
αντιχαιρέταγε. Τότε ο Τφεκαλέξης
απευθύνθηκε στον Μπατσούτα λέγοντας τα εξής: έχετε γεια, έχετε γεια,
μουνουχημένα μου τραγιά, κουτσουκέρικα και σιούτα και συ δάσκαλε Μπατσούτα…!
2
. ΤΟ
ΠΡΩΤΟ ΖΩΟΝ
Κάποτε ο
Τφεκαλέξης δίδασκε στη Δρυμαία
(Γλούνιστα). Αφού έκανε όσο
μάθημα ήταν να κάνει, αμόλησε τα παιδιά να πάνε σιακάτ’ για αγουρίδες και
τσόνια… τους είπε να ξαναγυρίσουν μετά
από μία ώρα, γιατί αυτός θα πήγαινε στο καφενείο για τον ταχυδρόμο. Στο καφενείο λοιπόν ο Τφεκαλέξης καταπιάστηκε
στην πρέφα..
Να κι ένας
ξένος, καλοντυμένος καταφτάνει στο καφενείο…
-Βρε καλώς
τον ξένο, κέρασε τον ξένο, πώς από δω του λέει ο Τφεκαλέξης.
-Να είμαι
ζωέμπορας και ήρθα να αγοράσω μερικά
ζώα, είπε ο ξένος. Ήπιε
το ποτό του ο Επιθεωρητής ( γιατί δεν ήταν ζωέμπορος, το είχε κρύψει πως ήταν
επιθεωρητής) και μια και δυο, πάει στο
σχολείο, βαράει το σήμαντρο, μαζεύτηκαν τα παιδιά και άρχισε να κάνει μάθημα…
Όταν με το καλό τελείωσε την πρέφα ο Τφεκαλέξης, πάει στο σχολείο και τί να
δει: βλέπει τον επιθεωρητή να κάνει μάθημα.
Δεν τα χάνει λοιπόν και λέει στον επιθεωρητή τα εξής: ‘’το πρώτο ζώον
που θα αγοράσετε κύριε επιθεωρητά, είμαι εγώ που ξαμόλησα τα παιδιά’’. Τούκαμε
όμως το τραπέζι στο σπίτι του ο Τφεκαλέξης σφάζοντας τον κόκκορα και όλα πήγαν
καλά…
. Η
ΑΔΕΙΑ
Όταν ήταν
αρραβωνιασμένος ο Τφεκαλέξης, υπηρετούσε στη Βελίτσα. Τότε για να πάει στη Σουβάλα την Κυριακή,
πήρε άδεια γραπτή από την Επιθεώρηση. Για να μην πάει ποδαρόδρομο λοιπόν, δανείστηκε έναν αρσενικό γάϊδαρο από τον γείτονα να πάει καβάλα. Όταν
έφτασε στη Σκοτείνιανη (τοποθεσία μεταξύ ΒελίτσαςΑμφίκλειας) καθώς ήταν και
Μάης μήνας, του ξέφυγε ο γάϊδαρος γκαρίζοντας και τρέχοντας για τις
γαϊδούρες. Τρέχοντας από κοντά ο
Τφεκαλέξης πιάνει το γάϊδαρο απ’ την
‘καπ’στράνα’ λέγοντάς του
χαρακτηριστικά: ρε κιαρατά εσύ την πήρες την άδεια ή εγώ να πάω στην κυρά
μου…;;;
Για τον Τφεκαλέξη σίγουρα εμείς οι παλαιότεροι (70+) αλλά & κάποιοι νεώτεροι έχουμε ακούσει από τους πατεράδες μας & τους παππούδες μας πολλές ιστορίες. Πέραν λοιπόν αυτών που γλαφυρά μας μετέφερε εδώ ο ξάδερφος Γιώργος, διαβάζω ακόμη σε ένα Σημειωματάριο του μακαρίτη πατέρα μου .
ΑπάντησηΔιαγραφή- "Ο γερο- Τφεκαλέξης ο γείτονας μου , ο δάσκαλος με τις φουστανέλες , κάθε Απόκριες διασκέδαζε όλο το χωριό αφού μασκαρευόταν περιήρχετο όλα τα χοροστάσια του χωριού , που ήταν πάνω από δέκα , έμπαινε πρώτος στο χορό και τραγουδούσε τους στίχους:
"Ποιός τον σέρνει το χορό
το γαϊδούρι το χοντρό .
Στης Σουβάλας τα χωριά
τέτοια γμάρια παν' μπροστά.
Τέτοια κι τρανύτερα
κι ακόμα μεγαλύτερα ."
- "Όταν παντρεύτηκε ο γιος του ο Γιάννης ο Γεωπόνος & Δντής Γεωργίας Νομού Λαρίσης , τον επισκέφθηκε κάποια εποχή ο γερο - Αλέξης φορώντας όπως πάντα τη φουστανέλα του . Το βράδυ που ήρθε η ώρα για ύπνο άκουσε ο γερο -Αλέξης τη νύφη του να ρωτάει το γιο του : " Γιάννη , αυτόν το γέρο με τα πανιά* που να τον βάλω απόψε να κοιμηθεί ;;"
*άκου ρε "πανιά" την επίσημη φορεσιά , τη φουστανέλα ...