Σελίδες

Σελίδες

Πέμπτη 16 Απριλίου 2020

ΤΟ ΤΑΒΕΡΝΕΙΟ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗ ...


Κάτω από  τον καφέ veto o Θεμιστοκλής Τσατήρας  
 τον πλαισιώνουν απο 
αριστερά  Κολοκύθας Θόδωρος- μάλλον Βαλάσκας Παναγιώτης- Ρέββας Θωμάς -Βλάχος Δήμος-
διακρίνετε λίγο  ο μικρός τότε  Λιάρτης θανάσης - Τσατήρας Θανάσης - Θάνος Ηλίας 

  Φώτο Γιάννη Ρέββα

 ΓΡΑΦΕΙ Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΡΙΒΑΣ

Παλιά υπήρχε το ταβερνάκι του μπάρμπα Θέμη του Τσατήρα, ανατολικά του σπιτιού του Παναγιώτη Πάντου (Κογιότα), δίπλα από τη μικρή πλατεΐτσα.  Ο Θέμης ήταν μετρίου αναστήματος, γελαστός με  την χαρακτηριστική ψιλή φωνούλα του.  Όταν τα ‘έτσουζε’ γελούσε τσιρίζοντας και το πρόσωπό του κατακοκκίνιζε… Εκεί χρημάτισα κι εγώ μικρό γκαρσονάκι, με μισθό μία δραχμή, δηλαδή δέκα καραμέλες στου Καλικάτσου…
Όλοι οι ξεροσφύρηδες του χωριού, περνούσαν από το κουτούκι του και τα ‘ κοπάναγαν ‘.             Ο  μεζές ήταν φτωχικός, δηλαδή λίγες ελιές, καμμιά ρέγγα, λίγο τυρί…  Το κρασί όμως ήταν εξαιρετικότατο, παραγωγής Σουβάλας από το Μπουρνιά, από σταφύλια σκυλοπνίχτες, ασπρούδες και ροδάρια…   Έφερνε όμως πολλές φορές και ο γέρο – Λάντζος από την    Αράχωβα, ένα μπρούσκο κρασί, φορτωμένο στα μουλάρια του μέσα σε γιδιές.                                           Ο γέρο  Λάντζος φορούσε μια καμιζόλα, σχεδόν πάντα λαδωμένη, γιατί πουλούσε και λάδι.    Η μάνα μου, με έλεγε Λάντζο, επειδή λαδωνόμουν στο φαΐ μικρός.  Οι παλιοί κρασάδες της Σουβάλας , όταν έβλεπαν το γέρο Λάντζο, έτρεχαν στου  Θέμη πρώτοι, πριν αυτός προλάβει να το νερώσει.  Ήταν θαμώνες στο κουτούκι, όλο το αφάνκατέ της Σουβάλας.            Θυμάμαι το γέρο Μανθοθανάση, έναν άντρακλα ως εκεί πάνω δυο μέτρα, με τατουάζ στα χέρια (είχε κάνει φυλακή) να μου λέει:  Γέμισε το ποτήρι,  Γιωργάκο ως απάνω… Γιατί μπάρμπα τούλεγα;  Γιατί άμα το ποτήρι είναι μισογεμάτο, δεν κάνει, θα κρεμάσει ο διάολος τα ποδάρια τ’ μέσα..!
Για να γελάσουν,  ο μπάρμπα Θέμης, με ανέβαζε σ’ ένα τραπέζι και μούλεγε, πές τώρα το ποίημα που σ’ έμαθα… , έλεγα εγώ λοιπόν το ποίημα: ‘’πετάς περιστερούλα μου, στον κήπο στην αυλή, δε βλέπεις την κοκόνα μου που στέκεται ορθή,  κλπ ‘’  και δώσ’ του χειροκροτήματα από κάτω και γέλια, εγώ δε κορδονόμουνα από υπερηφάνεια.
Πολλές ιστορίες έλεγαν στο ταβερνείο, κυρίως απ’ τον πόλεμο του ΄12 - ΄13 , εξιστορώντας τα ηρωϊκά τους κατορθώματα.   Μια φορά όμως κορόϊδεψαν  τον Καράπα, λέγοντάς του:  πού πολέμησες εσύ ρε,  που ήσουν μάγειρας και έχυσες τη φακή από το καζάνι και μπήκες κάτω απ’ το καζάνι για να γλιτώσεις….παλικάρι της φακής!  Τότε έγινε φασαρία, το έλα να
δεις και ο μπάρμπα Θέμης μπήκε στη μέση κι έσιασε τα πράματα κερνώντας τους…
Κάποτε πέρασε από το μαγαζί και ο συγγραφέας Νίκος Τσιφόρος. Είχε έρθει στο χωριό  με το θέατρο ‘ΑΚΡΟΠΟΛ’  που είχε στήσει τη μεγάλη σκηνή του (καλοκαίρι ήτανε) στην κεντρική πλατεία. Ο θίασος αυτός είχε κάτσει κανα μήνα και έπαιξε τα έργα ΓΚΟΛΦΩ,         Ο ΑΓΑΠΗΤΙΚΟΣ ΤΗΣ ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑΣ, κ.α.  Εμείς οι μικροί παίζαμε τα κρυφτάκια κάτω απ’ τη σκηνή.  Ο Νίκος Τσιφόρος, έβγαζε το σημειωματάριό του, καθόταν σε μια γωνιά και ήσυχος σημείωνε τα παράξενα… 
Στην ταβέρνα τα  κοπάναγε  μεταξύ άλλων και ο γέρο  Μήτσος Παφίλης (Αμπελουργός)  μαζί με το φίλο του το Χρήστο Θάνο  (Γούλα).
Τί είχε  γίνει τότε στα ανάκτορα, που ήσουν κουρέας στους ευζώνους  Μήτσο; τον  ρώτησε  ο Γούλας.  – Ήρθε μια μέρα  ( απαντάει ο γέρο Μήτσος )  ξαφνικά ο υπασπιστής του βασιλιά, ο Χαράλαμπος που ήταν φίλος μου,  και μου λέει  ‘’μπρος Μήτσο τα εργαλεία σου και πάμε να ξυρίσεις το βασιλιά, γιατί ο πραγματικός κουρέας αρρώστησε’’ . Τί να κάνω κι εγώ πάμε στο βασιλιά, του βάζω σαπουνάδα και πριν αρχίσω να τον ξυρίζω ο Χαράλαμπος σήκωσε τη σπάθα του ψηλά, βρε Χαράλαμπε του λέω;  Κάνε τη δουλειά σου εσύ, είναι νόμος άμα ξυρίζουν το βασιλιά να είμαι έτοιμος εγώ για ‘’παν ενδεχόμενον’’. 
Πετιέται τότε ο  κοϊόνος ο Γούλας και λέει: την άλλη μέρα που πήγε ο βασιλιάς στο κοτέτσι, και γέμισε κοτόψειρες και του τα ξύρισες;;!!     Ε… αυτά είναι ψέματα Γουλέϊκα, απάντησε   ο πάντα γελαστός μπάρμπα Μήτσος Παφίλης.
Αυτά τα λίγα για το κουτούκι του Θεμιστοκλή, ενώ ήταν πολλά…

3 σχόλια:


  1. ΟΙ ΜΟΙΡΑΙΟΙ, το δημοφιλέστερο ποίημα του Βάρναλη, χαρακτηρίστηκε ως ένα από τα κατορθώματα του νεοελληνικού λυρισμού. Το ποίημα πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Μαύρος Γάτος το 1922, τον ίδιο χρόνο που ο ποιητής με τη σύνθεσή του Το φως που καίει εγκαταλείποντας τις προηγούμενες αναζητήσεις του χάραξε τη νέα του πορεία: να υπηρετήσει με την τέχνη του την αριστερή ιδεολογία στην οποία είχε ενταχθεί.

    Ο κοινωνικός στόχος του ποιήματος είναι σαφής: να απεικονίσει με τα πιο παραστατικά χρώματα τη δυστυχία των απόκληρων της ζωής.

    Μες στην υπόγεια την ταβέρνα,
    μες σε καπνούς και σε βρισιές
    (απάνω στρίγκλιζε η λατέρνα)
    όλ' η παρέα πίναμ' εψές·
    εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
    να πάνε κάτου τα φαρμάκια.




    Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
    και βάθος τ' άσωτ' ουρανού!
    Ω! της αυγής κροκάτη γάζα,
    γαρούφαλα του δειλινού,
    λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
    χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!


    Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
    και κάπου εφτυούσε καταγής.
    Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
    το βάσανο είναι της ζωής!
    Όσο κι ο νους να τυραννιέται,
    άσπρην ημέρα δε θυμιέται.




    Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα

    παράλυτος, ίδιο στοιχειό
    τ' άλλου κοντόημερ' η γυναίκα
    στο σπίτι λιώνει από χτικιό·
    στο Παλαμήδι ο γιος του Μάζη
    κι η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.



    - Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
    - Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
    - Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
    - Φταίει πρώτ' απ' όλα το κρασί!
    Ποιος φταίει; ποιος φταίει;
    Κανένα στόμα
    δεν το 'βρε και δεν το 'πε ακόμα.


    Έτσι στη σκοτεινή ταβέρνα
    πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
    Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα,
    όπου μας εύρει, μας πατεί.
    Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
    προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!


    άσωτος: ατέλειωτος, απέραντος.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Γιώργο μας πήγες χρόνια πίσω για να θυμηθούμε έστω και αμυδρά τη ταβέρνα του
    Μπάρμπα θεμιστοκλή που πολλά ειχαν γραφτεί γι αυτή. Μικροί τότε μας έστελνε η μάνα μας να βρούμε το πατέρα μας εκεί που πήγαινε κανένα βράδυ και έπινε εν κρασί
    Και να ξεκουραστεί από τη κούραση της μέρας. Οι ιστορίες σου είναι βάλσαμο στις μέρες που ζούμε , για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι .

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. ΓΙΩΤΑ ΜΠΡΑΜΗ

    Σας ευχαριστώ πολύ που έμαθα άλλο ένα κομμάτι από την ωραία ιστορία της ταβέρνας του παππού Θεμιστοκλή. Έχω ζήσει τα καλύτερα καλοκαίρια των παιδικών μου χρόνων μέσα στο χώρο αυτό, τον οποίο γνώρισα ως σπίτι αργότερα βέβαια. Η γιαγιά Ευθυμία Τσατηρα- Μαστροκωστα μου έλεγε ωραίες ιστορίες. Είμαι εγγονή του Ανδρέα Μαστροκωστα, αδελφού της Ευθυμίας, όλοι οι συγγενείς αγαπούσαν τον παππού Θεμιστοκλή! Η μαμά μου (Ευσταθία Μαστροκωστα) λέει ότι θυμάται ακόμα τα ωραία μπριζολακια στο τηγανι, τα μεζεδάκια και το αρνί με χόρτα εξω στο χαγιάτι στη στόφα που έφτιαχνε ο παππούς Θεμιστοκλής και οτι το κρασί δεν του έλειπε ποτε κι όποιος περναγε τον κερνουσε ακομα και μετά το κλείσιμο της ταβέρνας. Οταν του άρεσε μια ωραία γυναίκα επειδή ήταν μερακλής έλεγε #Εισαι ωραιότατη, σε πεθαίνω...#. Είναι πολύ καλό που μαθαίνουμε τόσο ωραίες ιστορίες, έθιμα και παραδόσεις του όμορφου χωριού μας από τη σελίδα σας, σας ευχαριστούμε!!! Εύχομαι σε όλους Καλή Ανάσταση, Καλό Πάσχα, με υγεία, αγάπη και χαρά!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

"Επιτρέπεται η υποβολή σχολίων σχετικών, βέβαια, με το θέμα της κάθε ανάρτησης. Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και καλόπιστης κριτικής για τα θέματα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας είναι ευπρόσδεκτη. Αντίθετα, κάθε σχόλιο υβριστικού, προσβλητικού & κακόβουλου περιεχομένου και μάλιστα ανώνυμο θα διαγράφεται."