Σελίδες

Σελίδες

Τετάρτη 8 Απριλίου 2020

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ (8 Απριλίου 1798 - 9 Φεβρουαρίου 1857)


μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα

Ο Διονύσιος Σολωμός γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1798. Ο πατέρας του Νικόλαος Σολωμός ήταν ευγενής, ενώ η μητέρα του Αγγελική Νίκλη, γυναίκα του λαού. Ο πατέρας του πέθανε το 1807, όταν ο Δ. Σολωμός ήταν ακόμη μικρός. Χάρη στη μητέρα του έμαθε την απλή γλώσσα που μιλούσε ο λαός. Συγχρόνως έμαθε και τα Ιταλικά που μιλούσαν οι Επτανήσιοι αριστοκράτες από τον Αββά Σάντιο Ρώσση, ένα ιταλό πρόσφυγα από την Κρεμώνα.
Το 1808 ο Δ. Σολωμός πήγε μαζί με το δάσκαλο του Ρώσση στην Ιταλία, όπου τελείωσε τη μέση εκπαίδευση. Στην Κρεμώνα σπούδασε λατινική και ιταλική φιλολογία και αργότερα φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Παβίας. Στην Ιταλία ήρθε σε επαφή με διάφορους πνευματικούς ανθρώπους. Στο Μιλάνο ο Σολωμός γνώρισε τον μεγάλο ιταλό ποιητή Μόντη, που τον επηρέασε αρκετά. Εκεί στην Ιταλία ο Σολωμός έγραψε τα πρώτα του ποιήματα στα ιταλικά και λατινικά. 

 Το 1818 ο Δ. Σολωμός επέστρεψε στη Ζάκυνθο, όπου άρχισε να γράφει ποιήματα στην ελληνική γλώσσα. Τα πρώτα του ποιήματα είναι: «Η αγνώριστη», «Η ξανθούλα», «Η τρελή μάνα» κ.α. Σ’ αυτά τα ποιήματα ο κόσμος του είναι απλός και εμπνέεται αρκετά από τη φύση. Είναι διάχυτη η αίσθηση του ωραίου και υπάρχει κάποιος λυπηρός τόνος. Η γλώσσα είναι απλή.
Το 1823, δύο χρόνια μετά το ξέσπασμα του Αγώνα, θα γράψει τον “`Υμνο εις την Ελευθερία”, που θα τυπωθεί το 1825. Το ποίημα αυτό αποτελείται από 158 τετράστιχες στροφές και είναι εμπνευσμένο από τα γεγονότα των πρώτων χρόνων της Ελληνικής Επανάστασης. Το ποίημα αυτό μεταφράστηκε στα ιταλικά και στα γαλλικά. Μελοποιήθηκε από το Νικόλαο Μάντζαρο (1828-30) και έγινε ο Εθνικός `Υμνος της Ελλάδας το 1865.
Το 1824 ο Σολωμός έγραψε το ποίημα “Εις τον θάνατο του Λόρδου Μπάιρον”, το οποίο αποτελείται από 166 τετράστιχες στροφές. Το 1825 έγραψε το επίγραμμα

“Η καταστροφή  των Ψαρών”. 

Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη περπατώντας η Δόξα μονάχη
μελετά τα λαμπρά παλληκάρια και στην κόμη στεφάνι φορεί
γινωμένο από λίγα χορτάρια πούχαν μείνει στην έρημη γη.
Από το 1823 μέχρι και το 1825 έγραψε ένα πεζογράφημα το “Διάλογο”, στο οποίο υπερασπίζεται τη δημοτική γλώσσα. Το 1826 έγραψε ένα θαυμαστό πεζογράφημα με τίτλο Η γυναίκα της Ζάκυθος”, το οποίο έχει σατιρικό χαρακτήρα. 



Francois-Emile de Lansac: Η αυτοθυσία της μάνας
Την ίδια χρονιά (1826) ο Διονύσιος Σολωμός έγραψε το ποίημα “Η Φαρμακωμένη” και το ποίημα “Λάμπρος”, του οποίου έχουμε μόνο το προσχέδιο και λίγα αποσπάσματα, γιατί δεν πρόλαβε να το τελειώσει. Προσπάθησε να το ολοκληρώσει αργότερα στην Κέρκυρα, αλλά δεν το κατόρθωσε.

Το 1828 ο Δ. Σολωμός πηγαίνει στην Κέρκυρα. Το 1830 άρχισε να γράφει το Α` σχεδίασμα των “Ελεύθερων Πολιορκημένων”, ένα ποίημα το οποίο εμπνέεται από τη πτώση του Μεσολογγίου το 1826. Το Β` σχεδίασμα του ιδίου έργου το επεξεργάζεται στη δεκαετία 1833-1844. Το Γ` σχεδίασμα το άρχισε το 1844, χωρίς όμως να προλάβει να το τελειώσει, γιατί τον βρίσκει ο θάνατος. 

Παράλληλα με τους “Ελεύθερους Πολιορκημένους” ο Διονύσιος Σολωμός επεξεργάζεται και άλλα έργα. Στα 1833 με 1834 έγραψε το ποίημα “Κρητικός” και το 1849 τον “Πόρφυρα”.
Ο Διονύσιος Σολωμός είναι ο εθνικός μας ποιητής. Κατάφερε να δημιουργήσει την Επτανησιακή Σχολή και να γίνει ο κυριότερος εκπρόσωπος και εκφραστής της. Ο Σολωμός συνδύασε στα ποιήματα του το δυτικό στοχασμό με την ελληνική παράδοση, τη δημοτική γλώσσα με τον αυστηρό στίχο, την υψηλή ιδέα με τον πόθο για ελευθερία, την εθνική και πνευματική ανεξαρτησία των Ελλήνων.
Η Πατρίδα, η Ελευθερία και η Γλώσσα είναι τα θέματα που κυριαρχούν στο έργο του Σολωμού. Τα ποιήματα του μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες. Τα ιταλικά του ποιήματα μετέφρασε στα ελληνικά ο Γεώργιος Καλοσγούρος.
Ο Διονύσιος Σολωμός έπαθε εγκεφαλική συμφόρηση το Νοέμβριο του 1856 και μετά από ένα χρόνο, το Νοέμβριο του 1857, πέθανε. 

Ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν είναι ποίημα που έγραψε ο Διονύσιος Σολωμός το 1823, τμήμα του οποίου αποτελεί τον εθνικό ύμνο  της Ελλάδας (από το 1865) 
 




Το 1828 μελοποιήθηκε από τον Κερκυραίο Νικόλαο Μάντζαρο πάνω σε λαϊκά μοτίβα, για τετράφωνη ανδρική χορωδία. 
Το ποίημα «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» αποτελείται από 158 τετράστιχες στροφές· από αυτές οι 24 πρώτες καθιερώθηκαν ως εθνικός ύμνος το 1865. Οι δύο πρώτες ανακρούονται και συνοδεύουν πάντα την έπαρση και την υποστολή της σημαίας και ψάλλονται σε επίσημες στιγμές και τελετές. Κατά τη διάρκεια της ανάκρουσής του αποδίδονται ορθίως τιμές στρατιωτικού χαιρετισμού «εν ακινησία».

 144
»H Διχόνια, ποὺ βαστάει



ἕνα σκῆπτρο ἡ δολερὴ

καθενὸς χαμογελάει,

πάρ᾿ το, λέγοντας, κι ἐσύ.

145

»Κειὸ τὸ σκῆπτρο ποὺ σᾶς δείχνει,

ἔχει ἀλήθεια ὡραῖα θωριά·

μὴν τὸ πιᾶστε, γιατὶ ρίχνει

εἰσὲ δάκρυα θλιβερά.

146

»Ἀπὸ στόμα ὅπου φθονάει,

παλικάρια, ἂς μὴν ῾πωθῇ,

πῶς τὸ χέρι σας κτυπάει

τοῦ ἀδελφοῦ τὴν κεφαλή.

147

»Μὴν εἰποῦν στὸ στοχασμό τους

τὰ ξένα ἔθνη ἀληθινά:

«Ἐὰν μισοῦνται ἀνάμεσό τους,

δὲν τοὺς πρέπει ἐλευθεριά».


                                                  Θ. Βρυζάκη, "Η Εξοδος του Μεσολογγίου

Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι είναι ένα από τα κορυφαία ποιητικά συνθέματα του εθνικού ποιητή Διονύσιου Σολωμού, που φαίνεται ότι τον «απασχόλησε στο μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του», καθώς και ένα από τα πιο σημαντικά έργα της νεότερης ελληνικής ποίησης. Γραμμένο σε δεκαπεντασύλλαβο, το έργο είναι εμπνευσμένο από τα γεγονότα της πολιορκίας και της Εξόδου του Μεσολογγίου κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821. Πηγή έμπνευσης των Ελεύθερων Πολιορκημένων είναι ο αγώνας των υπερασπιστών του Μεσολογγίου, κατά τη δεύτερη πολιορκία του από τους Οθωμανούς, που κράτησε σχεδόν ένα χρόνο (1825-1826) και κορυφώθηκε με την απέλπιδα έξοδο της Κυριακής των Βαΐων, 10 Απριλίου 1826. Ο ποιητής στο παρόν έργο επιχειρεί να αναδείξει σε ποιητικό λόγο το ηθικό μεγαλείο των Ελλήνων αγωνιστών που οδηγούνται με πλήρη συνείδηση στη θυσία για την κατάκτηση της πνευματικής ελευθερίας τους. Η κεντρική ιδέα του έργου, όπως αναλύεται στα σχέδια του Σολωμού, είναι ο αγώνας των πολιορκημένων ενάντια στις κακουχίες, ενώ γίνονται πραγματικά ελεύθεροι με την πνευματική νίκη ενάντια σε μια σειρά από πειρασμούς. Γίνεται λόγος για την εσωτερική ελευθερία της θέλησης να υπερβούν όλα αυτά που απειλούν τη δυναμικότητα της αντίστασής τους, όχι μόνο την πείνα και τη σωματική εξασθένηση αλλά και κάθε πειρασμού που προσφέρει η ίδια η ομορφιά της φύσης.
Το έργο εξιστορεί τις τελευταίες ημέρες της πολιορκίας, που συνέβη κατά τη διάρκεια της άνοιξης, λίγο πριν το Πάσχα, ενώ δύο τα πιο χαρακτηριστικά αποσπάσματά του αναφέρονται στην ομορφιά της φύσης κατά την εποχή αυτή.

Η γλώσσα των Ελεύθερων Πολιορκημένων είναι απλή δημοτική με τους ιδιωματισμούς και τις ιδιοτυπίες που χαρακτηρίζουν τον Σολωμό.



ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ


«Το χάραμα επήρα
Του Ήλιου το δρόμο,
Κρεμώντας τη λύρα
Τη δίκαιη στον ώμο
Κι απ’ όπου χαράζει
Ως όπου βυθά,
Τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι.»

XXII.
Γιά, κοίτα ῾κεῖ χάσμα σεισμοῦ βαθιὰ στὸν τοῖχο πέρα,
καὶ βγαίνουν ἄνθια πλουμιστά, καὶ τρέμουν στὸν ἀέρα.
λούλουδα μύρια, προκαλοῦν χρυσὸ μελισσολόϊ, ἄσπρα, γαλάζια, κόκκινα, καὶ κρύβουνε τὴ χλόη.

XXXVI.
Πάντ᾿ ἀνοιχτά, πάντ᾿ ἄγρυπνα, τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου.

LI.
Ἡ δύναμή σου πέλαγο, κ᾿ ἡ θέλησή μου βράχος.



Μητέρα, μεγαλόψυχη στὸν πόνο καὶ στὴ δόξα,
κι ἂν στὸ κρυφὸ μυστήριο ζοῦν πάντα τὰ παιδιά σου
μὲ λογισμὸ καὶ μ᾿ ὄνειρο, τί χάρ᾿ ἔχουν τὰ μάτια,
τὰ μάτια τοῦτα, νὰ σ᾿ ἰδοῦν μὲς στὸ πανέρμο δάσος,
ποὺ ξάφνου σοῦ τριγύρισε τ᾿ ἀθάνατα ποδάρια
(κοίτα) μὲ φύλλα τῆς Λαμπρῆς, μὲ φύλλα τοῦ Βαϊῶνε!
Τὸ θεϊκό σου πάτημα δὲν ἄκουσα, δὲν εἶδα· ἀτάραχη σὰν οὐρανὸς μ᾿ ὅλα τὰ κάλλη πὤχει,
ποὺ μέρη τόσα φαίνονται καὶ μέρη ῾ναι κρυμμένα! Ἀλλά, Θεά, δὲν ἠμπορῶ ν᾿ ἀκούσω τὴ φωνή σου,
κι εὐθὺς ἐγὼ τ᾿ ἑλληνικοῦ κόσμου νὰ τὴ χαρίσω;
Δόξα ῾χ᾿ ἡ μαύρη πέτρα του καὶ τὸ ξερὸ χορτάρι.

(Ἡ Θεὰ ἀπαντάει εἰς τὸν ποιητὴ καὶ τὸν προστάζει νὰ ψάλῃ τὴν πολιορκία τοῦ
Mεσολογγιοῦ).


III.
Δὲν τοὺς βαραίν᾿ ὁ πόλεμος, ἀλλ᾿ ἔγινε πνοή τους,
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . κ᾿ ἐμπόδισμα δὲν εἶναι
στὲς κορασιὲς νὰ τραγουδοῦν, καὶ στὰ παιδιὰ νὰ παίζουν.

IV.
Ἀπὸ τὸ μαῦρο σύγνεφο κι᾿ ἀπὸ τὴ μαύρη πίσσα,
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ἀλλ᾿ ἥλιος, ἀλλ᾿ ἀόρατος αἰθέρας κοσμοφόρος,
ἀπὸ τὸ μαῦρο σύγνεφο κι ἀπὸ τὴ μαύρη πίσσα,
ὁ στύλος φανερώνεται, μὲ κάτου μαζωμένα
τὰ παλληκάρια τὰ καλά, μ᾿ ἀπάνου τὴ σημαία,
ποὺ μουρμουρίζει καὶ μιλεῖ καὶ τὸ Σταυρὸν ἁπλώνει
παντόγυρα στὸν ὄμορφον ἀέρα τῆς ἀντρείας.
Κι ὁ οὐρανὸς καμάρωνε, κι ἡ γῆ χεροκροτοῦσε·
κάθε φωνὴ κινούμενη κατὰ τὸ φῶς μιλοῦσε,
κι ἐσκόρπα τὰ τρισεύγενα λουλούδια τῆς ἀγάπης:
«Ὄμορφη, πλούσια, κι ἄπαρτη, καὶ σεβαστή, κι᾿ ἁγία!»
 



πίνακας -Ε Ντελακρουά

VI.
Ὁ Πειρασμός.


Ἒστησ᾿ ὁ Ἔρωτας χορὸ μὲ τὸν ξανθὸν Ἀπρίλη,
Κι᾿ ἡ φύσις ηὗρε τὴν καλὴ καὶ τὴ γλυκιά της ὥρα,
Καὶ μὲς στὴ σκιὰ ποὺ φούντωσε καὶ κλεῖ δροσιὲς καὶ μόσχους
Ἀνάκουστος κιλαϊδισμὸς καὶ λιποθυμισμένος.
Νερὰ καθάρια καὶ γλυκά, νερὰ χαριτωμένα,

Χύνονται μὲς στὴν ἄβυσσο τὴ μοσχοβολισμένη,

Καὶ παίρνουνε τὸ μόσχο της, κι᾿ ἀφήνουν τὴ δροσιά τους,
Κι᾿ οὖλα στὸν ἥλιο δείχνοντας τὰ πλούτια της πηγῆς τους,
Τρέχουν ἐδῶ, τρέχουν ἐκεῖ, καὶ κάνουν σὰν ἀηδόνια.
Ἔξ᾿ ἀναβρύζει κι᾿ ἡ ζωή, σ᾿ γῆ, σ᾿ οὐρανό, σὲ κύμα.
Ἀλλὰ στῆς λίμνης τὸ νερό, π᾿ ἀκίνητό ῾ναι κι ἄσπρο,
Ἀκίνητ᾿ ὅπου κι᾿ ἂν ἰδῆς, καὶ κάτασπρ᾿ ὡς τὸν πάτο,
Μὲ μικρὸν ἴσκιον ἄγνωρον ἔπαιξ᾿ ἡ πεταλούδα,

Ποῦ ῾χ᾿ εὐωδίσει τς ὕπνους της μέσα στὸν ἄγριο κρίνο.
Ἀλαφροΐσκιωτε καλέ, γιὰ πὲς ἀπόψε τί ῾δες·
Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!

Χωρὶς ποσῶς γῆς, οὐρανὸς καὶ θάλασσα νὰ πνένε,

Οὐδ᾿ ὅσο κάν᾿ ἡ μέλισσα κοντὰ στὸ λουλουδάκι,
Γύρου σὲ κάτι ἀτάραχο π᾿ ἀσπρίζει μὲς στὴ λίμνη,
Μονάχο ἀνακατώθηκε τὸ στρογγυλὸ φεγγάρι,
Κι᾿ ὄμορφη βγαίνει κορασιὰ ντυμένη μὲ τὸ φῶς του.




ΠΗΓΗ: Homo Universalis

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Επιτρέπεται η υποβολή σχολίων σχετικών, βέβαια, με το θέμα της κάθε ανάρτησης. Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και καλόπιστης κριτικής για τα θέματα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας είναι ευπρόσδεκτη. Αντίθετα, κάθε σχόλιο υβριστικού, προσβλητικού & κακόβουλου περιεχομένου και μάλιστα ανώνυμο θα διαγράφεται."