Σελίδες

Σελίδες

Τρίτη 28 Απριλίου 2020

Λουκάς Κούσουλας, 1929-2019


Ο Λουκάς Κούσουλας γεννήθηκε στη Σουβάλα (Πολύδροσο) του Παρνασσού το 1929. Υπηρέτησε στη δημόσια Μέση Εκπαίδευση, ως καθηγητής, γυμνασιάρχης και σχολικός σύμβουλος. Παρουσιάστηκε στα γράμματα το 1955 με ποιήματα που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό της Θεσσαλονίκης "Νέα πορεία". Έχει δημοσιεύσει: οχτώ ποιητικές συλλογές (δύο συγκεντρωτικές εκδόσεις, "Σχηματοποίηση", Καστανιώτης 1984 και "Τα ποιήματα", Δόμος 2003)· τα πεζογραφήματα "Το βουνό", Εστία 2003 και "Τα μαύρα μάτια", Νεφέλη 1994· τα δοκίμια λογοτεχνικής κριτικής "Μετά τα φιλολογικά", Καστανιώτης 1983, "Η άλλη όψη", Λωτός 1990, "Ανθρώπους και κτήνη...", Νεφέλη 1993, "Ιστορίες ποιημάτων κι ένα γράμμα", Γνώση 1996, "Φιλοσοφώτερον και σπουδαιότερον", Δόμος 1992, "Ο Μακρυγιάννης και το σκάνταλο", Νεφέλη 2005· μεταφράσεις αρχαίων συγγραφέων, Πλάτωνος, "Ίων", Καστανιώτης 1993, Πλουτάρχου "Βίοι παράλληλοι", τ. Α΄, Β΄, Γ΄, Δ΄, Νεφέλη 1994-1996, Πλουτάρχου "Βίοι παράλληλοι", Πατάκης 1999, Πλάτωνος "Αλκιβιάδης" Α΄ και Β΄, Πόλις 2001.
Συνεργάστηκε στις εφημερίδες "Το Βήμα" και "Η Καθημερινή" καθώς και στα περιοδικά "Νέα Εστία", "Η Λέξη", "Το Δέντρο", "Πλανόδιον", κ.ά
.
Έφυγε από τη ζωή στις 15 Μαΐου 2019, σε ηλικία 90 ετών.

Απόσπασμα από το βιβλίο του (ΤΟ ΒΟΥΝΟ).
Δημοσιεύτηκε το 1982 στην εφημερίδα «Παρνασσός»

Το βουνό αναφέρεται στα χρόνια 1940-45, όπως τα έζησε ο συγγραφέας στην ιδιαίτερη πατρίδα του Σουβάλα, χωριό του Παρνασσού. Όπως τα έζησε φυσικά είναι τρόπος του λέγειν. Όπως τα έγραψε θέλει να πει, σαράντα σχεδόν χρόνια μετά τα εξιστορούμενα περιστατικά και με την προοπτική μάλλον όσων ακολούθησαν. Πρόκειται εξάλλου για λογοτεχνία και καθόλου για ιστορία. Κάθε ομοιότητα, συνεπώς, με πραγματικά πρόσωπα και τόπους δεν είναι μόνο φανταστική, αλλά πολύ περισσότερο: η μόνη αληθινή που μπορεί να μαρτυρήσει ο συγγραφέας.



Όλη τη μέρα που έβλεπα να καίγεται μπροστά μου η Αγόριανη στα πεντακόσια μέτρα, απ’ το πρωί ακόμα με τον πρώτο καπνό που υψώθηκε καταμεσής στο χωριό, σαν τη θυσία του δίκαιου, αλίμονο, μέχρι τη νύχτα αργά που έπιασε η βροχή πάνω στ’ αποκαΐδια κι ακούονταν να σωριάζονται οι τελευταίες σκεπές κι οι σαπρότοιχοι πολλά κι άλλα ένιωσα- πάνω απ’ όλα: μια υπερδιέγερση, μια κολασμένη περιέργεια, μη μου ξεφύγει τίποτα, μη χάσω το παραμικρό απ’ το θέαμα!

Τι αν η φρονιμάδα μου έλεγε να προσέχω, να μη ριψοκινδυνεύω, τι αν η φιλανθρωπία, όση διέθετα, έφερνε στο μυαλό μου τις ζωές που χάνονταν , γερόντους κι αδυνάτους, τους μόχτους που γίνονταν στάχτη, η υστεροβουλία μου εκεί : ν’ αποτυπώσω βαθιά, ως την παραμικρότερη λεπτομέρεια, τo’ ολοκαύτωμα.

Να, υπογράμμιζα, το πρώτο σπίτι που καίγεται. Είναι στο κέντρο, ο ήλιος έχει μια στιγμή ανατείλει, δε φυσάει πουθενά, ο καπνός είναι σχεδόν χρυσαφένιος, ένας πανύψηλος πρώτα οβελίσκος, σκεπάζει ψηλά και διαχύνεται οριζόντια - το νου σου παράλληλα στις κινήσεις της μέρας: να παραμείνω εδώ, στον κάμπο που βρέθηκα, στο ποτάμι, μια ντουφεκιά από την Αγόριανη, ή  να  περάσω αντίκρυ προς το βουνό? Δεν είναι το ίδιο επικίνδυνο, δεν είναι αργά πλέον?

Σκαρφαλώνω στα σταυρώματα του πλατάνου στο καλοστεριωμένο τσαρδάκι μου, κολλάω στον κορμό, αδύνατο να με διακρίνουν.

Γερμανοί διαβαίνουν τους δρόμους της Αγόριανης. Μπαινοβγαίνουν στα σπίτια. Λιγοστός πρώτα  ολοένα πυκνότερος μες απ’ τα κεραμίδια ο καπνός. Στα παράθυρα οι φλόγες σε λίγο. Μια φωνή πίσω μου, μέσα στον κάμπο: «το νουουού σας! Αν είναι κανένας κρυμμένος στον κάμπο το νουουού σας! Οι Γερμανοί έρχονται απ΄το πέεεερα  κεφαλόβρυσο!» Γνώρισα τη φωνή, είναι του Ανέστη Χαλβατζάκη απ’ το Γιοφυράκι. Βλέπω καλύτερα εγώ από κείνον… Στο Πέρα – κεφαλόβρυσο είναι ώρα ώρα που πηγαινοέρχονται καβαλάρηδες, κάμποσοι Γερμανοί, δε βγαίνουν όμως στον κάμπο…

Τώρα το χωριό έχει ολόκληρο σκεπάσει καπνούς και φλόγες. Ακούγονται συχνοί πυροβολισμοί κι εκρήξεις. Καλότυχο χωριό, εγώ… Καίγεται αφού έσωσε απ’ τους Γερμανούς το πλήρωμα του βομβαρδιστικού της προχτεσινής αερομαχίας. Έξι Αμερικανοί μ’ αλεξίπτωτα! Τι άλλη δικαίωση χρειάζονται αντάρτες κι αντίσταση? Μετά τον πόλεμο,  οι ίδιοι αυτοί οι Αμερικανοί, θα το χτίσουν στο γυαλί και στο μάρμαρο. Το διακρίνω, μες από τους καπνούς από τώρα… Αν και δεν κατεβαίνουν στον κάμπο, δεν είναι ωστόσο και τόσο καλή η θέση σου εδώ πέρα, Μες απ’ τον Κηφισσό, μες απ’ την κοίτη του, θα έκανες πολύ καλά να τραβηχτείς βορειότερα, στο Νησί, κατά τα καμίνια, σέρνοντας μαζί γίδα κι αρνάκι.

Το νερό είναι λίγο, Σεπτέμβριος μήνας, θα κόψω εκεί και κάνα σταφύλι. Ρίχνω από πάνω μια τελευταία ματιά. Έχουν όλα καλώς. Καπνοί και φλόγες στο φόρτε τους! Προχωρώ δύσκολα πάνω στα χονδροχάλικα του ποταμού, τα βάτα με τραβολογούν, η γίδα πίσω μου αποκρεμιέται. Από πού άραγε οι άλλοι συμπατριώτες τώρα ν’ αγναντεύουν το κάψιμο. Αγοριανίτες, Σουβαλιώτες και γείτονες… Από μακριά αυτοί και ψηλά, θα’ χουν τη δική τους άποψη πάνω απ’ τις ράχες.  Κανένας δε βρέθηκε κοντά όσο εγώ, να ξεγλιστρήσει και ζωντανός! Κοιτάζω μες απ’ τις όχτες. Τα ίδια. Στο κεφαλόβρυσο πηγαινόρχονται καβαλάρηδες.

Στο Νησί ο προσανατολισμός μου άλλαξε. Η Αγόριανη πέφτει ανάζερβα τώρα. Πρέπει να προσέχω πιο πολύ αποδώ. Ξασφάλισα στο ποτάμι τη γίδα και σύρθηκα με απόλαυση κατά το αμπέλι. Γιόμισα το σακούλι ροδίτες και πάλι, σερνάμενος, πολεμώντας λοιπόν κι’ εγώ! Κατά το ποτάμι. Μια ελαφριά συννεφιά   όσο πάει και πυκνώνει. Απόγευμα πλέον προχωρημένο.

Γλεντάω τα σταφύλια μου και το κρατώ υπό σημείωση: ωραίοι ροδίτες! Αυτοί ίσα -ίσα την ώρα και την ημέρα. Κι άλλαξε, ακόμα μια φορά, στη στιγμή η κατάσταση: στο δρόμο του Αι- Λουκά πρόβαλε, μέσα σε σκόνη και βουητό, μια ατέλειωτη φάλαγγα. Δεν κοίταζα τ’ άλλα οχήματα, μοτοσυκλέτες και φορτηγά, μόνο τα τανκς. Κίτρινο φρέσκο το χρώμα τους. Η κοιλάδα γιόμισε ορυμαγδό. Είναι για  την Απάνω Αγόριανη, διαλογίστηκα. Πόση ώρα ξετυλιγόταν η φάλαγγα? Πέρασε τη Σουβάλα, φάνηκε η σκόνη της κατά την Αγόριανη, όταν – θεούλη μου! Απ’ το χωριό εφενός ζυγού, μια μακριά αλυσίδα σαν κάμπια κατέβαιναν την αμπελόστρατα, κατευθείαν απάνω μου, για το Νησί, πεζοί οι Γερμανοί!

Σκοτώθηκα να περάσω τη γίδα δεξιά, στο δρόμο κατά το Πατερό, κι απάνω που πήγα να πελαγώσω, είδα του Γερμανούς να βγαίνουν ξανά απ’ τον κεντρικό χωραφόδρομο, σε μονοπάτι αριστερά, για τη δημοσιά! Αν είχα καπέλο θα το πετούσα! Το πέταξε άλλος που ερχόταν, πέρα, μες απ’ τον κάμπο μοναχός κι αργός. Και δεν ήταν αυτός Γερμανός όπως διέκρινα, κι ας ξεχώρισα στρατιωτικά και οπλισμό, μέχρι ν’ αναγνωρίσω στα εκατό σχεδόν μέτρα το συμπατριώτη μου αντάρτη Μάνθο Καρούλα.

Αυτό πια! Το λεκανοπέδιο, κατάλαβες, να τραντάζεται άκρη – άκρη Γερμανούς και σιδερικά, κι αυτός, ένας αντάρτης μοναχός, άρρωστος από ρευματισμούς ν’ ακουμπάει στο στηθείο της γέφυρας, αναστενάζοντας.

-Είσαι και τραυματίας? Τον ρώτησα.

- Όχι.

- Μα, δε βλέπεις τι γίνεται?

- Έ….

-  Θα σε πιάσουν, θα σε σκοτώσουν!

Μου έδειξε ήσυχα τις φουντωμένες οχτιές:

-      Ψυχή Βαθιά! Λουφάρω όπου να’ ναι κανένας φόβος.

Μου ήρθε  να τραγουδήσω. Του έδωσα ένα σταφύλι και τράβηξα για το Πατερό.

Σουρούπωνε. Όπως το υπολόγιζα η μάνα μου ήτανε στον Τσελεπή, στο χωράφι, και με περίμενε. Τρυπώσαμε βιαστικά στο χωριό κατευθείαν στης γιαγιάς μου. Το σπίτι μας ήταν πιασμένο απ’ τους Γερμανούς. Αποκοιμήθηκα στο χαγιάτι. Με κεραυνούς κι αστραπές ήρθε η  χινοπωρινή καταιγίδα.

Η Αγόριανη έλαμπε. Μια κακορίζικη συμπατριώτισσα, γυρνώντας από τα χωράφια, έπεσε πάνω στο γερμανικό φυλάκιο: χειροβομβίδες, φωτοβολίδες, μυδράλια, επί μισή ώρα. Τη σακάτεψαν μα επέζησε. Σκέπτομαι ακόμα καμιά φορά: την ίδια νύχτα και μέρα συμπέσανε ολ’ αυτά ή λαθεύω? Διαπιστώνω την αλήθεια.



Σημείωση: (To βουνό  αποτελεί  αληθινή μαρτυρία του συγγραφέα (Λουκά Κούσουλα) που παρακολούθησε τα γεγονότα  από τον κάμπο της Σουβάλας,  στις 7 Οκτωβρίου 1943,  στην ηλικία των 14 ετών).

 

                                                                   ΓΙΑ  ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

 

Επτάλοφος και Λιλαία – Η ναζιστική θηριωδία στις 7 κ 8 Οκτωβρίου 1943


Διήμερο τέλεσης ναζιστικών εγκλημάτων ήταν η 7η και η 8η Οκτωβρίου 1943 στη Φωκίδα και στα χωριά της Επταλόφου και της Λιλαίας.  Αρχικά είχε καταρριφθεί αμερικάνικο βομβαρδιστικό, μετά από επίθεση γερμανικών αεροπλάνων, πάνω από την Άνω Αγόριανη στις 6 Οκτωβρίου 1943.  Επίγειες δυνάμεις των Γερμανών, κινήθηκαν για να συλλάβουν το πλήρωμα του βομβαρδιστικού που διεσώθη με αλεξίπτωτα. Μάλιστα από εδάφους πολυβολούσαν τους Αμερικάνους που έπεφταν με τα αλεξίπτωτα για να διασωθούν, γεγονός που θεωρείται έγκλημα πολέμου και σκότωσαν ένα από αυτούς.

Όμως Έλληνες αντάρτες παρεμβαίνουν και χτυπάνε τους ναζί, με επτά από αυτούς να βρίσκουν το θάνατο και οι υπόλοιποι να αναγκαστούν σε οπισθοχώρηση.

Η μάχη έγινε, στη θέση Βρυζόραχη – Όχτος, μεταξύ Επταλόφου και Λιλαίας.
Για αντίποινα οι Γερμανοί στις 7 Οκτωβρίου 1943 καίνε τη Λιλαία και μία ημέρα μετά 8 Οκτωβρίου I943 καίνε την Επτάλοφο (Άνω Aγόριανη).

Στη Λιλαία (Κάτω Αγόριανη) βρήκαν το θάνατο από τους ναζί  11 άτομα, ενώ πυρπολήθηκαν τα 150 από τα περίπου 160 σπίτια του χωριού. Μετά τον πόλεμο, οι κάτοικοι της πρώην Κοινότητας Λιλαίας κατέθεσαν, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Άμφισσας, αγωγή, κατά του γερμανικού δημοσίου, ζητώντας αποζημιώσεις.

Στην Άνω Αγόριανη (Επτάλοφο), κάηκαν τα 146 σπίτια από τα 184 που είχε το χωριό και όσοι κάτοικοι δεν πρόλαβαν ή δεν είχαν εγκαταλείψει το χωριό σφαγιάστηκαν ή κάηκαν ζωντανοί, μεταξύ αυτών νήπια και ηλικιωμένοι, ενώ μία 17χρονη, πριν φονευθεί, βιάστηκε από 15.    (πηγή: ΕΡΤ)



11 σχόλια:

  1. ΑΓΟΡΙΑΝΗ ΜΑΡΤΥΡΙΚΟ ΧΩΡΙΟ28 Απριλίου 2020 στις 11:13 π.μ.

    Αὔριο νὰ βγεῖ ὁ καθένας μας μὲ δώδεκα ζευγάρια βόδια/τὴ γῆ αὐτὴ νὰ ὀργώσει τὴν αἱματοποτισμενη.../Ν᾿ ἀνθίση ἡ δάφνη ἀπάνω της καὶ δέντρο ζωῆς νὰ γένη, /καὶ ἡ Ἄμπελός μας νὰ ἁπλωθεῖ ὡς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης.....
    Στίχοι από το Πνευματικό εμβατήριο (Άγγελος Σικελιανός).

    Στις 8 Οκτωβρίου 1943 γράφτηκε μία από τις πολλές διαχρονικά μελανές σελίδες στην ιστορία της Λιλαίας Παρνασσού (πάντα από φασιστοναζιστικά στρατεύματα κατοχής).....

    Οι Αγοριανίτες παρόντες πάντα στους Εθνικοαπελευθερωτικούς μας αγώνες πλήρωσαν με αίμα την Ελευθερία της Πατρίδας μας.

    Πριν την Επανάσταση του 1821 από τους Τούρκους, λόγω του
    «ατίθασου» του χαρακτήρα τους σε επαναστατικά κινήματα
    (η καταγωγή τους από τους Μεγάλους Κομνηνούς της Τραπεζούντας), ξαναμαρτύρησαν αρκούντως για τον εξαφανισμό τους.
    Κατά την Επανάσταση του ’21, επειδή 350 Αγοριανίτες συμμετείχαν στην πολιορκία της Ακρόπολης, σε αντίποινα, 73 γυναικόπαιδα αιχμαλωτισθέντα από προδοσία σε σπήλαια του Παρνασσού πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Αιγύπτου, της Πόλης και στο Μοναστήρι της Σερβίας.
    Στους Βαλκανικούς Πολέμους και στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Αγόριανη είχε 12 θύματα.

    Οι Αγοριανίτες συμμετείχαν στις παρακάτω μάχες
    - Στην ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου (Διαμαντής κ. άλ.)
    - Μάχη Παύλιανης, Ιούνιος 1943.
    - Μάχη Mαριoλάτας 23.3.1943.
    - Μάχη Σιδηροδρομικού σταθμού Αμφίκλειας (όπου πολέμησαν σώμα με σώμα με τούς φρουρούς του σταθμού Γερμανούς, το Απρίλιο του 1943.
    - Μάχη της Αράχοβας 10 & 11.9.1943.
    - Μάχη Aγόριανη (Βρυζόραχη-Όχτος) 6.10.1943
    - Μάχη Aγόριανη (Πετέσι) 7.7.1944

    Η "ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ" ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΨΙΜΟ ΤΗΣ ΑΓΟΡΙΑΝΗΣ

    https://www.mixanitouxronou.gr/lilaia-fokidas-ekapsan-to-chorio-epeidi-oi-katoikoi-esosan-amerikanoys-alexiptotistes/

    ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΔΟΞΑ !!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Η ΖΩΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

    Η ζωγραφιά του κόσμου,
    όπως και πάσα εξάλλου ζωγραφιά,
    δεν είναι να βλέπεται
    από κοντά.

    Από κοντά, αχ,
    σύγχυση μόνο είναι όλα
    και σκοτεινιά.

    Η ζωγραφιά του κόσμου,
    παρά κάθε άλλη αυτή,
    χρειάζεται απόσταση
    να φανεί.

    Χρειάζεται απόσταση, αλίμονο,
    την κανονική
    και που να βρεθεί.

    Πού να βρεθεί που
    εμπρός είναι το
    βαθύ και πίσω
    το ρέμα…

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Τι θέλει να πεί ο ποιητής ή η ποιήτρια ? Θα μας εξηγήσει και σε εμάς τους ανίδεους ?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Όταν παίρνουμε κάτι και το βάζουμε κάπου , δεν το αφήνουμε να αιωρείται.... Γράφουμε και την
    πηγή , τίνος είναι.
    Γιατί εαν είναι επώνυμου ποιητή ή συγγραφέα εμείς οι ταπεινοί αναγνώστες θα ανατρέξουμε στο έργο του και εκεί θα αναζητήσουμε το τρόπο του γράφειν , έννοιες και νοήματα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ ΚΟΥΣΟΥΛΑ ΣΤΗΝ ΣΟΥΒΑΛΙΩΤΙΣΣΑ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟ ΤΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ ΜΑΡΙΑ ΤΟΠΑΛΗ....29 Απριλίου 2020 στις 2:57 μ.μ.

    ΟΤΑΝ ΣΟΥΒΑΛΙΩΤΙΣΣΑ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ ΤΗΣ "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ" ΜΑΡΙΑ Γ. ΤΟΠΑΛΗ ΕΙΧΕ ΠΑΡΕΙ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΟΥΚΑ ΚΟΥΣΟΥΛΑ ΠΟΥ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΤΟ 2015 .
    Γράφει στον πρόλογο η Μαρία Τοπάλη......

    Με χάρισμα μάλλον αγγλοσαξονικό...
    ΜΑΡΙΑ ΤΟΠΑΛΗ

    Η πλατεία Αγίου Ιωάννου στην Αγία Παρασκευή είναι το ένδοξο αλωνάκι του Λουκά Κούσουλα: καθημερινά τη διασχίζει σταματώντας να αναλάβει δυνάμεις, πότε στις κερκίδες του θεάτρου, πότε στο παγκάκι. Εύλογα και με πικρό χιούμορ την απαθανατίζουν οι στίχοι του: «αθώος αντίθετα/ κι αδικημένος αν δεν συναριθμούμαι στους Ελεύθερους Πολιορκημένους!/ Αν εγκαταβιώνω εδώ στο γύρο της πλατείας./ Αν αράζω με τη λιακάδα στους πάγκους της/ χαζεύοντας τα περιστέρια αντί/ ν’ αρμενίζω στα ουράνια/ με τον μπαρουτόμυλο του Καψάλη./ Δεν είναι δικό μου το φταίξιμο.»

    Από τη δεκαετία του 60, όταν πρωτοδημοσίευσε ποίηση, ο Λουκάς Κούσουλας (γεν. 1929, Σουβάλα, Παρνασσός), με αγγλοσαξωνικό χάρισμα μάλλον παρά μεσογειακό ταμπεραμέντο, εξακολουθεί να ξαφνιάζει με ποιήματα, δοκίμια, σημειώσεις και διηγήματa αντισυμβατικού, αναπάντεχα παιγνιώδους –για τον φιλόλογο που είναι- ύφους. Είτε διαλογίζεται πάνω στον Ντοστογιέφκσι και τη Σέλμα Λάγκερλεφ, είτε μετασχηματίζει ξένους στίχους σε νέο ποίημα, είτε αναμετράται με την καθημερινότητα της μητροπολιτικής συνοικίας, είτε ανεβαίνει στον Παρνασσό, είτε με το τρένο διασχίζει την Ελλάδα προηγούμενων δεκαετιών, είτε, τέλος, βάζει στη θέση του τον Έζρα Πάουντ για λογαριασμό του Αθηναίου Θουκυδίδη, ποτέ δεν χάνει χιούμορ, αυτοσαρκασμό και μια ευχάριστα παλιοκαιρισμένη κομψότητα.

    Το «Φεγγάρι του Υμηττού και άλλα ποιήματα» (Γαβριηλίδης, 2008), αποτίνει φόρο τιμής στη «δεύτερη πατρίδα», τη μητροπολιτική συνοικία της Αγίας Παρασκευής. Μπορεί άραγε, έστω «πολύ σπανίως», έστω «για λίγο», να ανακουφίσει η ποίηση χαμηλών τόνων ακόμη και τις μεγαλύτερες οδύνες; Μπορεί να είναι κανείς ευγνώμων για το φεγγάρι (του Υμηττού), για τα κοτσύφια (της Αγίας Παρασκευής), για την πλατεία (του Αϊ Γιάννη), για ό,τι, τέλος πάντων μας περιβάλλει καθημερινά αλλά καθόλου, στην πραγματικότητα, αυτονόητα;

    ΔΕΙΤΕ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΤΗΝ ΠΟΛΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΥΣΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΕΔΩ......

    https://www.kathimerini.gr/820009/article/proswpa/synentey3eis/me-xarisma-mallon-agglosa3oniko

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Η Μαρία Γεωργίου Τοπάλη, στην οποία κάποια στιγμή ο Λαογραφικός νομίζω πρέπει να κάνει κάποιο αφιέρωμα , γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1964. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και στη Φραγκφούρτη. Από το 1996 δημοσιεύει ποίηση, κριτική και μεταφράσεις από τα γερμανικά.
    Είναι μητέρα δυο κοριτσιών, ζει στην Αθήνα και εργάζεται στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών. Δημοσιεύει κριτικά και άλλα κείμενα στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο συνεργαζόμενη τακτικά με την "Ποιητική" και με την "Καθημερινή της Κυριακής". Από τις εκδόσεις "Νεφέλη" κυκλοφορούν οι ποιητικές συλλογές της "Σερβίτσιο Τσαγιού" (1999) και "Λονδίνο και άλλα ποιήματα" (2007), από τις εκδόσεις "Πατάκη" κυκλοφορεί το βιβλίο-ποίημα "Βερμίου Κατάβαση" (2010), η μετάφρασή της των Ελεγειών του Ντουίνο του Ρ.Μ. Ρίλκε (2011), από τις εκδόσεις "Οκτώ" το θεατρικό μιούζικαλ " Ο Χορός της Μεσαίας Τάξης" (2012) και από τις εκδόσεις "Γαβριηλίδης" το βιβλίο "Για τέσσερα χέρια" (2013) που εξέδωσε μαζί με τον Κωνσταντίνο Ματσούκα.

    Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ

    (2018) Μαζί τ' ακούγαμε, Εκδόσεις Πατάκη
    (2017) Ρέκβιεμ για μια εφηβεία, Οκτώ
    (2012) Ο χορός της μεσαίας τάξης, Οκτώ
    (2010) Βερμίου κατάβαση, Εκδόσεις Πατάκη
    (2006) Λονδίνο και άλλα ποιήματα, Νεφέλη
    (1999) Σερβίτσιο τσαγιού, Νεφέλη

    Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
    (2014) Μάρκος Μέσκος, Πολύεδρον, Γαβριηλίδης
    (2013) Για τέσσερα χέρια, Γαβριηλίδης
    (2010) Επέτειος, Μικρή Άρκτος
    (2008) Από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα, Κίχλη
    (2007) Karaoke Poetry Bar, Futura

    Μεταφράσεις
    (2019) Biermann, Franziska, Ο βιβλιοφάγος κύριος Αλεπούδης, Εκδόσεις Πατάκη
    (2018) Honneth, Axel, Η ιδέα του σοσιαλισμού, Πόλις
    (2014) Μεγάλος παραμυθοθησαυρός, Εκδόσεις Πατάκη
    (2014) Boie, Kirsten, Ο μικρός ιππότης Πότης, Εκδόσεις Πατάκη
    (2014) Joyce, William, Τα φανταστικά ιπτάμενα βιβλία του κου Μόρρις Λέσμορ, Εκδόσεις Πατάκη
    (2012) Klassen, Jon, Θέλω πίσω το καπέλο μου, Κόκκινο
    (2012) Rilke, Rainer Maria, 1875-1926, Κισμέτ, Νεφέλη
    (2011) Συλλογικό έργο, The Plotless Room: I Lie to History, Futura
    (2011) Grimm, Jakob Ludwig, Η Κοκκινοσκουφίτσα, Νεφέλη
    (2011) Rilke, Rainer Maria, 1875-1926, Οι ελεγείες του Ντουίνο, Εκδόσεις Πατάκη
    (2010) Zweig, Stefan, 1881-1942, Ο παλαιοβιβλιοπώλης Μέντελ. H αόρατη συλλογή, Άγρα
    (2007) Frisch, Max, 1911-1991, Ας με λένε Γκάντενμπαϊν, Μελάνι
    (2006) Habermas, Jürgen, 1929-, Η εποχή των μεταβάσεων, Scripta
    (2004) Habermas, Jürgen, 1929-, Το μέλλον της ανθρώπινης φύσης. Πίστη και γνώση, Scripta
    (2001) Rilke, Rainer Maria, 1875-1926, Επιστολές σε μια νέα γυναίκα, Ροές
    (2000) Enzensberger, Hans-Magnus, 1929-, Πολιτική και πολιτισμός, Scripta
    (1997) Burckhardt, Jacob, 1818-1897, Ο πολιτισμός της Αναγέννησης στην Ιταλία, Νεφέλη

    ΚΑΙ ΑΚΟΜΑ ΠΑΝΩ ΑΠΟ 50 ΚΡΙΤΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ

    Υ.Γ Περισσότερα για την Μαρία Τοπάλη αναζήτησα και βρήκα ψάχνοντας στο διαδίκτιο εδώ....

    https://polydrososparnassou.blogspot.com/2015/08/blog-post_22.html

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Η ηλεκτρονική εφημερίδα dim.art είχε παλαιότερα επιλέξει και βραβεύσει τα δύο παρακάτω ποιήματα του Λουκά Κούσουλα

    1/7/15
    Η ζωγραφιά του κόσμου

    Η ζωγραφιά του κόσμου,
    όπως και πάσα εξάλλου ζωγραφιά,
    δεν είναι να βλέπεται
    από κοντά.
    Από κοντά, αχ,
    σύγχυση μόνο είναι όλα
    και σκοτεινιά.
    Η ζωγραφιά του κόσμου,
    παρά κάθε άλλη αυτή,
    χρειάζεται απόσταση
    να φανεί.
    Χρειάζεται απόσταση, αλίμονο,
    την κανονική
    και που να βρεθεί.
    Πού να βρεθεί που
    εμπρός είναι το
    βαθύ και πίσω
    το ρέμα…

    Λουκάς Κούσουλας, Τα Ποιήματα, (1962-2002), εκδόσεις Δόμος


    27/1/16
    Εξηγημένα

    Αν αύριο με σκοτώσει η τρέλα,
    με το ίδιο της το χέρι αν με χαντακώσει,
    σαν το σκυλί ή όπως αλλιώς
    το νου σας όσοι αγαπάτε: δεν είναι λόγος
    να παρηγορηθείτε αυτό γρηγορότερα,
    πως ήταν ατύχημα ότι συμβαίνουν κάτι τέτοια,
    ότι τι περιμένεις,
    ούτε πάλι να το παρατραβάτε
    πως πήγα χαράμι ο ακέρδευτος
    και δωρεάν!
    Όταν η τρέλα θα με σκοτώνει,
    όταν θα πέφτω στο πανηγύρι της,
    τελειώνω κανονικά.
    Αυτή είναι η αλήθεια.
    Όσο αν πάσχισα να το ξεχάσω,
    όσες δηλώσεις αποκηρύξεως αν υπέγραψα
    δεν κρύβεται άλλο: είμαι
    του λογικού οπαδός,
    κι εχθρός βαμμένος της τρέλας.
    Δίκαια μ’ έχει βαλμένο στο μάτι
    κι επόμενο είναι να με πετύχε

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. ΤΙ ΕΙΧΕ ΓΡΑΨΕΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΡΩΤΟΚΑΠΕΤΑΝΙΟ ΤΟΥ ΕΛΑΣ ΑΡΗ ΒΕΛΟΥΧΙΩΤΗ Ο ΛΟΥΚΑΣ ΚΟΥΣΟΥΛΑΣ ΣΕ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟ ΣΤΙΣ 30/8/9829 Απριλίου 2020 στις 4:26 μ.μ.

    # Όταν πρωτοφάνηκε, λέει, το αντάρτικο στα βουνά της Ρούμελης, οι λιγοστοί αντάρτες του Βελουχιώτη στη δυτική Φθιώτιδα κι Ευρυτανία, κι άλλοι αλλού, νωρίς το καλοκαίρι του 1942, τα βουνά ήσαν ήδη κατειλημμένα από τους κλαρίτες.....κατσικοκλέφτες, φυγόδικους, ληστές. Σκόρπιοι αυτοί ολούθε λυμαίνονταν από το χειμώνα κιόλας του '41 χώρες και χωριά.Στις επαφές ύστερα και συγκρούσεις που ακολούθησαν ανάμεσα στους αντάρτες και τους κλαρίτες ­ όπως ανέκαθεν τους προσονόμαζαν ­ τα πράγματα εξελίχθηκαν μάλλον καλά· οι δεύτεροι δηλαδή, μολονότι αγροίκοι (στην πρώτη και τη δεύτερη σημασία της λέξης), τη μια με το καλό την άλλη με τη βία, κατάλαβαν τις περιστάσεις της πατρίδας, οι περισσότεροι προσχώρησαν στο οργανωμένο αντάρτικο, με τους όρους του και τον κανονισμό του, λίγοι αποσύρθηκαν, κι ακόμα λιγότεροι σκοτώθηκαν. Ηταν από τους πρώτους στόχους του αγώνα η απαλλαγή του υπαίθρου από την πληγή αυτή, η αποκατάσταση μιας τάξεως μεταξύ των σκλαβωμένων στον ξένο κατακτητή Ελλήνων. Αν όχι λοιπόν αυτοί, ποιος θα νοιαζόταν τώρα όλ' αυτά...

    Επειδή όμως, λέει η ιστορία κι ο θρύλος, έπρεπε και οι αντάρτες πρώτοι και καλύτεροι να δώσουν το παράδειγμα της συμμόρφωσης αυτής στην τάξη που επαγγέλλονταν, μέσα στις φοβερές δυσκολίες που αντιμετώπιζαν κι αυτοί, χρειάστηκε, ως γνωστόν, αρκετές φορές να τιμωρήσουν σκληρά τους δικούς τους παραβάτες. Ως γνωστόν, λέω, καθώς αναφέρονται διάφορα επεισόδια, και πιο συχνά, η εκτέλεση, μετά από ανταρτοδικείο, κάποιου νεοφώτιστου αντάρτη που «κατεχράσθη» κι έφαγε πεινασμένος την κότα ενός χωρικού... Κι άλλα όμως μέσα επιστρατεύτηκαν συχνά, βαριά κι ασήκωτα κάποτε, για την εξασφάλιση της απαραίτητης σ' ένα στρατό σαν το αντάρτικο πειθαρχίας.


    Ιδού τώρα περί τίνος πρόκειται.
    Επέστρεφε, λέει, στη Ρούμελη, στα δικά του λημέρια, με το Βελουχιώτη, ένα τμήμα του ΕΛΑΣ που είχε συναντήσει προηγουμένως το Ζέρβα στην Ηπειρο ­ δεν είχαν συγκρουστεί ακόμα πολεμικά. Οι τόποι και οι άνθρωποι εδώ ήσαν ξένοι κι απόξενοι, έως κι εχθρικοί καμιά φορά, κι οι αντάρτες ταλαιπωρούνταν περισσότερο κι από το συνηθισμένο στο γυρισμό αυτόν. Σ' ένα χωριό κάπου στ' Αγραφα, προς τη μεριά της Θεσσαλίας, έγινε κατά τα καθιερωμένα μια συγκέντρωση του κόσμου, ομιλία του Βελουχιώτη για τους σκοπούς του αγώνα και τα μέσα του, είχε αναφερθεί πάλι στην ανάγκη της αλληλεγγύης των σκλαβωμένων και την ευθύνη του αντάρτικου να διαφυλάξει τη δικαιοσύνη και την ασφάλειά τους.


    Δεν είχε τελειώσει πολλή ώρα το λόγο του, οι αντάρτες ξεκουράζονταν σκορπισμένοι, όπου, καταφτάνουν ασθμαίνοντας δυο ντόπιοι άντρες, πατέρας και γιος, και καταγγέλλουν ότι δυο αντάρτες, πριν λίγη ώρα, «έκαμαν, λέει, έρευνα στο σπίτι τους και τους πήραν τα χρυσαφικά, κάτι χρυσαφικά...». Ο Βελουχιώτης διέταξε αμέσως συγκέντρωση και παράταξη του τμήματος, και ζήτησε από τους ανθρώπους ν' αναγνωρίσουν τους αντάρτες που κατάγγειλαν ή ­ αν καλοθυμάμαι ­ να παρουσιαστούν αυτοί μόνοι τους.
    Βγήκαν πράγματι μπροστά οι δυο αντάρτες, καταταραγμένοι, ομολόγησαν ότι πήγαν στο σπίτι των χωρικών, αρνήθηκαν όμως ότι πήραν τίποτα, ότι πήραν, αυτό ακριβώς, τίποτα χρυσαφικά. Ο Αρης ­ δεν είχε περάσει, είπαμε, πολλή ώρα από το λόγο του, όπου δήλωνε την αφοσίωσή τους, των ανταρτών, στην προάσπιση των δικαιωμάτων και συμφερόντων του λαού... αφαρπάχτηκε από το θυμό του όσο λίγες φορές· τράβηξε το πιστόλι του, κοίταξε το ρολόι του και είπε στους δυο αντάρτες: αν σε τρία λεπτά δε φανερώσουν τα κλεμμένα χρυσαφικά, θα τους εκτελέσει, χωρίς άλλη κουβέντα, επί τόπου. Αυτοί, που ήξεραν ότι μπορεί και να γίνει έτσι, πάγωσαν, ψέλλισαν πελιδνοί ότι δεν ξέρουν τίποτα, δεν πήραν τίποτα, το τμήμα όλο κι ο κόσμος απόμεινε, αυτός όμως, ο Αρης, άρχισε να μετράει το χρόνο. «Ενα λεπτό, είπε, δύο λεπτά, μαρτυρήστε πού τα έχετε κρύψει», ο χρόνος σταμάτησε μια στιγμή, μες στη σιωπή, τέλειωναν τα τρία λεπτά, όταν, πρόβαλε τρέχοντας μια γυναίκα στο δρόμο, αυτή του σπιτιού, φωνάζοντας: «Μη, μη, έχω κρύψει εγώ αλλού τα χρυσαφικά!» (και το αγνοούσαν οι άντρες).
    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ ΚΟΥΣΟΥΛΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΡΗ...29 Απριλίου 2020 στις 4:34 μ.μ.

      Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ....

      Το επεισόδιο τελειώνει κανονικά εδώ. Συγχρόνως σχεδόν σηκώθηκε, λέει, κάποιος συναγερμός, ότι φάνηκαν κάπου Ιταλοί κι έσπευσαν όλοι, αντάρτες κι ο άλλος κόσμος, να λάβουν μέτρα... (Μνημονεύονται, νομίζω, και βιαστικές βλαστήμιες του Βελουχιώτη σ' αυτούς που παρά λίγο να γίνουν αιτία του εγκλήματος). Κάπως έτσι. Από την κρίσιμη ωστόσο άποψη, αφού δε σκοτώθηκαν οι δύο αντάρτες, δεν τους σκότωσε ο αρχηγός τους, αφού αποδείχτηκαν αθώοι και πρόφτασε το κακό η γυναίκα, πήγαν όλα καλά. Λάθη γίνονται, κι εγκληματικά κάποτε, να όμως που εδώ, κατ' ευτυχή συγκυρία, αποφεύχθηκε το χειρότερο. Το επεισόδιο εξάλλου που μεσολάβησε με το συναγερμό και τράβηξε αυτό πάνω του την προσοχή και πάσα ενέργεια της στιγμής, πρέπει να λειτούργησε λυτρωτικά για τη φόρτιση που προηγήθηκε. Και δεν αναφέρεται πουθενά ύστερα καμιά συνέχεια στο συγκεκριμένο περιστατικό· μόνο οι γενικές εκείνες κρίσεις εχθρών και φίλων του Αρη για τη δικαιολογημένη ή απαράδεκτη αυτή συμπεριφορά του.
      Καμιά, λέω, άλλη συνέχεια. Τίποτα για τους δυο αντάρτες, τι απόγιναν, τι απόκαμαν μετά απ' αυτά· πώς άραγε ήσαν στη συμπλοκή με τους Ιταλούς που ακολούθησε, και ύστερα, κάθε μέρα που περνούσε, και θα 'βλεπαν βέβαια κάπου κάπου τον αρχηγό τους, και πάντοτε τους συναγωνιστές τους. Πώς άραγε έπαιρναν το γλιτωμό τους από τον παρά τρίχα άδικο κι ατιμωτικό θάνατό τους, από το χέρι του καπετάνιου τους, μπροστά στους συντρόφους τους, πώς σκέφτονταν την αθωότητά τους.
      Ούτε όμως και για το Βελουχιώτη, πώς ένιωθε τώρα... Μπορούσε άραγε να ξαναδεί όπως πρώτα τους δυο αντάρτες, αλλά κι όλο το τμήμα που είχε παραστεί στη σκηνή, εξακολουθούσε να εφαρμόζει τη μέθοδό του της πειθαρχίας, ν' απονέμει, όταν χρειάζονταν, με τον ίδιο τρόπο τη δικαιοσύνη; Του έγινε άραγε ή όχι μάθημα το παρά λίγο πάθημα;
      Αυτά όλα, για να πω την αλήθεια, με πειράζουν πολύ, κι αποφεύγω, όσο μπορώ, να τα σκέφτομαι και να τα κουβεντιάζω· είμαι κιοτής, όπως έλεγε ο Μακρυγιάννης, μου αρέσουν οι μαλακοτοπιές του κόσμου, θέλω εκεί ν' αναπνέω, κλείνω, σαν τη στρουθοκάμηλο, τα μάτια μου στο κακό... Δε θα 'γραφα και τώρα όλ' αυτά, δε θα είχα υποχωρήσει στον πειρασμό, αν δε μου είχε τύχει, πριν λίγες μέρες, τώρα στα 1998, το εξής. Λέγαμε σε παρέα, σε τόνο συναναστροφής, κάτι για τα καινούργια βιβλία, σχετικά με το Βελουχιώτη. Εγώ παρασύρθηκα μια στιγμή κι αναφέρθηκα αθώα, όπως λέει πάλι ο Μακρυγιάννης, στο παραπάνω περιστατικό· ότι αξίζει να το ξεχωρίζει κανένας. Για ν' ακούσω από το φίλο μου, που ήξερε κι αυτός την υπόθεση, το σχόλιο: «Αυτά είναι λεπτομέρειες», και προχώρησε σε άλλα.
      Ηξερα πάντα τη σημασία των λεπτομερειών, τη λέει κι ο Αμλετ, «να πεις όλα όσα έγιναν, με λεπτομέρειες, πώς έγιναν», γι' άλλη όμως μια φορά τώρα, κατάλαβα καλά, την απέραντη σημασία τους: των λεπτομερειών, αυτών πάνω απ' όλα... #

      Διαγραφή
  9. Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις...29 Απριλίου 2020 στις 8:43 μ.μ.

    Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις...
    ΕΙΔΗΣΕΙΣ ....
    28/4/10, Γιώργος Παπανδρέου, στο συνέδριο του Economist με θέμα: «Meeting the challenges through leadership strategy»: «Χρειαζόμαστε παγκόσμια διακυβέρνηση, παγκόσμια οικονομική διακυβέρνηση και την χρειαζόμαστε γρήγορα.»

    1/10/15, Αλέξης Τσίπρας, από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ: «Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι χρειαζόμαστε ένα παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα»


    ΣΧΟΛΙΟΝ…

    Οὐδείς δύναται δυσί κυρίοις…
    Σὰ νάναι στὸ χέρι του, ὁ φτωχός,
    ν’ ἀποφασίζῃ καὶ γιὰ τὸν ἕνα…
    Ἡ ὥρα ὅμως τῆς δουλείας, ὅταν σημαίνῃ,
    οὔτε μονάχη ἔρχεται, οὔτε
    ρωτάει κανέναν τί δύναται!..
    Ἂς μή γίνεται λόγος τί θέλει!

    Λουκας Κούσουλας

    Στο toixoutoueterou.blogspot.com
    Παρασκεή 9 Οκτωβρίου 2015
    ΠΗΓΗ* Πηγή: http://www.diorthoseis.gr

    ΑπάντησηΔιαγραφή

"Επιτρέπεται η υποβολή σχολίων σχετικών, βέβαια, με το θέμα της κάθε ανάρτησης. Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και καλόπιστης κριτικής για τα θέματα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας είναι ευπρόσδεκτη. Αντίθετα, κάθε σχόλιο υβριστικού, προσβλητικού & κακόβουλου περιεχομένου και μάλιστα ανώνυμο θα διαγράφεται."