Ο Αντρέας Βερούσης , διαβόητος αρχικλέφτης και πειρατής, έλαβε μέρος στην Ορλωφική
εξέγερση (1770-1774), όπου υπήρξε στενός συνεργάτης και φίλος του Ναύαρχου Λάμπρου Κατσώνη. Μετά τη λήξη των επιχειρήσεων, η οποία οδήγησε στη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, ο Ρωσικός στόλος αποχώρησε από το Αιγαίο. Άφησε όμως ανυπεράσπιστους τους εξεγερμένους Έλληνες, με τραγικά γι αυτούς αντίποινα από τους νικημένους Τούρκους.
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον ο Βερούσης, καταδιωκόμενος και επικηρυγμένος, μάχεται τους Οθωμανούς σε Στερεά και Πελοπόννησο, μέχρις εσχάτων. Το 1786 σε μάχη με τους Τούρκους Μπέηδες της Λειβαδιάς, τραυματίζεται σοβαρά στην κνήμη. Για να γλυτώσει, μετά από παραίνεση του Κατσώνη, καταφεύγει στην Ενετοκρατούμενη Πρέβεζα, για να χειρουργηθεί από τους Βενετσιάνους γιατρούς. Εκεί γνωρίζει και παντρεύεται την Ακριβή Τσαρλαμπά, κόρη του προεστού Δημητρίου Τσαρλαμπά. Χαρακτηριστικό είναι το κλέφτικο τραγούδι της εποχής που διασώθηκε μέχρι τις μέρες μας απ’ την προφορική παράδοση:
-Αντρούτσο μ΄ που ξεχείμασες τον περσινό χειμώνα;
Που ήταν τα χιόνια τα πολλά και τα βαριά χαλάζια.
-Στην Πρέβεζα ξεχείμασα στα ενετικά καράβια,
Είχα συντρόφους διαλεχτούς και άξια παλληκάρια.
Στην Πρέβεζα ή κατ’ άλλη εκδοχή στην Ιθάκη απέχτησε τον γιο του, μετέπειτα ήρωα της Γραβιάς. Οι Λιβαναταίοι Βερούσηδες δεν είχαν στο σόι τους όνομα Οδυσσέα. Τον βάφτισε έτσι ο νουνός του Ιθακίσιος προύχοντας Γιάννης Ζαβός, εις ανάμνηση του Ομηρικού ήρωα Οδυσσέα, αλλά και για το λόγο ότι η μάνα του τον «συνέλαβε» στην Ιθάκη κατά ολιγόχρονη εκεί φιλοξενία του ζεύγους.
Το 1792 μετά από περιπετειώδη καταδίωξη ο Αντρέας συλλαμβάνεται στο Σπλίτ της Δαλματίας από τους Βενετούς και παραδόθηκε στους Τούρκους. Έμεινε φυλακισμένος σε φυλακή της Κωνσταντινούπολης, και το 1797 απαγχονίστηκε. Άφησε ορφανό τον Οδυσσέα σε ηλικία 7 χρονών.
Το 1805 ο παλιός φίλος του Ανδρέα, Αλή Πασάς, πήρε τον Οδυσσέα στα Γιάννενα για να φοιτήσει στην εκεί στρατιωτική Ακαδημία και να εξελιχθεί σε ένα από τα πρωτοπαλίκαρα του. Το 1818 μυήθηκε στη φιλική εταιρεία και είχε ήδη καθιερωθεί σαν μια ξεχωριστή στρατιωτική φυσιογνωμία, με υπολογίσιμο ρόλο στα στρατιωτικά πράγματα της Ανατ. Στερεάς, όπου υπηρετούσε. Με το ξέσπασμα της Επανάστασης, είχε ήδη ανεξαρτητοποιηθεί από την επιρροή του Αλή Πασά και είχε ήδη οργανώσει δικό του ασκέρι από 2000 άνδρες (Έλληνες και αρβανίτες). Το απόγευμα της 7 Μαΐου 1821, στο μικρό αλωνάκι έξω από το παντελώς άγνωστο πανδοχείο, του καρόδρομου Ζητουνίου –Σαλώνων, θα πιαστούν στο χορό που σέρνει ο ίδιος, 118 εθελοντές Έλληνες για να αγωνιστούν μαζί του, τον τίμιο αγώνα της εθνικής Παλλιγγενεσίας. Μεταξύ αυτών και δύο Σουβαλιώτες, ο Αναστάσης Μάρος και Παναγιώτης Παπαγιωργάκης. Αλλά και μεταξύ αυτών οι μετέπειτα δολοφόνοι του. Την άλλη μέρα 8-5-1821, οι ηρωικοί υπερασπιστές του Χανίου θα ανακόψουν την πορεία 8000 Τουρκαλβανών του Ομέρ Βρυώνη προς τα Σάλωνα αναγκάζοντάς τους σε άτακτη οπισθοχώρηση με βαριές απώλειες. Στη μάχη αυτή η στρατιωτική ιδιοφυΐα του Ανδρούτσου εθριάμβευσε. Δίκαια κατέλαβε εξέχουσα θέση, του αρχηγού των όπλων της Βοιωτίας και επηρέασε αποφασιστικά την τύχη της Επανάστασης για τα επόμενα έτη. Το άσημο πανδοχείο ζει τη δόξα του. Ο εθνικός ποιητής Κωστής Παλαμάς το ύμνησε:
Με λένε χάνι της Γραβιάς
Για χάνι μ’ είχαν χτίσει
Ο γιος τ’ Αντρούτσου μ’ έκανε
Της δόξας ρημοκκλήσι.
Το 1822 ο Οδυσσέας θα κατηγορηθεί για δήθεν συνεργασία με τους Τούρκους και θα παραιτηθεί από την Αρχιστρατηγία της Ανατολικής Στερεάς. Συνέχισε όμως τον αγώνα μέχρι το 1824. Αρχάς του 1825 συνελήφθη με την κατηγορία της προδοσίας, επειδή ζήτησε από τον Ομέρ Βρυώνη 600 Τουρκαλβανούς για μισθοφόρους, με σκοπό να στραφεί κατά των νομίμων κυβερνητικών στρατευμάτων που πολεμούσαν για την επανάσταση. Φυλακίστηκε σε κρατητήριο της Ακρόπολης των Αθηνών και στις 5 Ιουνίου του ίδιου έτους βρέθηκε νεκρός κάτω από τα τείχη της Ακρόπολης, στο πλακόστρωτο του ναού της Απτέρου Νίκης. Η επίσημη εκδοχή ήταν ότι προσπάθησε να δραπετεύσει και κατέπεσε αφού κόπηκε το σχοινί που έκανε καταρρίχηση. Κατά άλλη εκδοχή πρώτα στραγγαλίστηκε στο κελί του από τους πρώην συντρόφους του, Τριανταφυλλίνα, Μαμούρη, Παπακώστα και Θεοχάρη, κατ’ εντολήν του άλλοτε υπαρχηγού του Γκούρα και πετάχτηκε στο κενό σε σκηνοθεσία απόδρασης. Ετάφη στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών και ουδείς πλέον ξανά ασχολήθηκε μ’ αυτόν, διότι εθεωρείτο προδότης. Μόνο ο βασιλιάς Όθωνας χρόνια αργότερα (1836)έστειλε το γιο του Λεωνίδα, που είχε αποκτήσει από το γάμο του με την Ελένη Καρέλλη το 1824, στο Μόναχο για να σπουδάσει. Το 12χρονο αγόρι όμως αρρώστησε και πέθανε εκεί.
Πολλές φορές στην ιστορία το άδικο δεν ευλογείται και η Αλήθεια ωθούμενη λες από Θεία Δύναμη στο τέλος θριαμβεύει. Το 1863 ενθρονίζεται βασιλεύς των Ελλήνων ο Γεώργιος Α΄.
Μετριοπαθής και φιλέλληνας πήρε ευεργετικά μέτρα για όλους τους επιζώντες αγωνιστές του 21, αλλά και για τις οικογένειες των θυμάτων του αγώνα. Θέλοντας να κλείσει όποιες εκκρεμότητες υπήρχαν ακόμη από την επανάσταση, τους εμφύλιους πολέμους της, τα μίση και τα πάθη που ξεφύτρωσαν και θέριεψαν μέσα στους καπνούς της, ανέσυρε από τα σκονισμένα συρτάρια τον ξεχασμένο φάκελο «ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ». Διέταξε να διεξαχθεί δίκη σε ανώτατο βαθμό για να διαπιστωθεί αν και κατά πόσον ο Οδυσσέας ήταν προδότης καθώς και για τις συνθήκες θανάτου του. Το Δικαστήριο δικαίωσε πανηγυρικά τον ήρωα και τον αποκατέστησε παμψηφεί. Δια βασιλικού διατάγματος κατασκευάστηκε ανδριάντας του Ανδρούτσου στη Γραβιά στο σημείο της μάχης και στις 8 Μαΐου 1888 ο ίδιος ο βασιλιάς ήρθε και έκανε τα αποκαλυπτήριά του. (Γι’ αυτό πίσω από την προτομή του ήρωα καθώς και στην αναθηματική πλάκα με το στεφάνι, αναγράφεται η χρονολογία 1888).
Για χάνι μ’ είχαν χτίσει
Ο γιος τ’ Αντρούτσου μ’ έκανε
Της δόξας ρημοκκλήσι.
Το 1822 ο Οδυσσέας θα κατηγορηθεί για δήθεν συνεργασία με τους Τούρκους και θα παραιτηθεί από την Αρχιστρατηγία της Ανατολικής Στερεάς. Συνέχισε όμως τον αγώνα μέχρι το 1824. Αρχάς του 1825 συνελήφθη με την κατηγορία της προδοσίας, επειδή ζήτησε από τον Ομέρ Βρυώνη 600 Τουρκαλβανούς για μισθοφόρους, με σκοπό να στραφεί κατά των νομίμων κυβερνητικών στρατευμάτων που πολεμούσαν για την επανάσταση. Φυλακίστηκε σε κρατητήριο της Ακρόπολης των Αθηνών και στις 5 Ιουνίου του ίδιου έτους βρέθηκε νεκρός κάτω από τα τείχη της Ακρόπολης, στο πλακόστρωτο του ναού της Απτέρου Νίκης. Η επίσημη εκδοχή ήταν ότι προσπάθησε να δραπετεύσει και κατέπεσε αφού κόπηκε το σχοινί που έκανε καταρρίχηση. Κατά άλλη εκδοχή πρώτα στραγγαλίστηκε στο κελί του από τους πρώην συντρόφους του, Τριανταφυλλίνα, Μαμούρη, Παπακώστα και Θεοχάρη, κατ’ εντολήν του άλλοτε υπαρχηγού του Γκούρα και πετάχτηκε στο κενό σε σκηνοθεσία απόδρασης. Ετάφη στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών και ουδείς πλέον ξανά ασχολήθηκε μ’ αυτόν, διότι εθεωρείτο προδότης. Μόνο ο βασιλιάς Όθωνας χρόνια αργότερα (1836)έστειλε το γιο του Λεωνίδα, που είχε αποκτήσει από το γάμο του με την Ελένη Καρέλλη το 1824, στο Μόναχο για να σπουδάσει. Το 12χρονο αγόρι όμως αρρώστησε και πέθανε εκεί.
Πολλές φορές στην ιστορία το άδικο δεν ευλογείται και η Αλήθεια ωθούμενη λες από Θεία Δύναμη στο τέλος θριαμβεύει. Το 1863 ενθρονίζεται βασιλεύς των Ελλήνων ο Γεώργιος Α΄.
Μετριοπαθής και φιλέλληνας πήρε ευεργετικά μέτρα για όλους τους επιζώντες αγωνιστές του 21, αλλά και για τις οικογένειες των θυμάτων του αγώνα. Θέλοντας να κλείσει όποιες εκκρεμότητες υπήρχαν ακόμη από την επανάσταση, τους εμφύλιους πολέμους της, τα μίση και τα πάθη που ξεφύτρωσαν και θέριεψαν μέσα στους καπνούς της, ανέσυρε από τα σκονισμένα συρτάρια τον ξεχασμένο φάκελο «ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ». Διέταξε να διεξαχθεί δίκη σε ανώτατο βαθμό για να διαπιστωθεί αν και κατά πόσον ο Οδυσσέας ήταν προδότης καθώς και για τις συνθήκες θανάτου του. Το Δικαστήριο δικαίωσε πανηγυρικά τον ήρωα και τον αποκατέστησε παμψηφεί. Δια βασιλικού διατάγματος κατασκευάστηκε ανδριάντας του Ανδρούτσου στη Γραβιά στο σημείο της μάχης και στις 8 Μαΐου 1888 ο ίδιος ο βασιλιάς ήρθε και έκανε τα αποκαλυπτήριά του. (Γι’ αυτό πίσω από την προτομή του ήρωα καθώς και στην αναθηματική πλάκα με το στεφάνι, αναγράφεται η χρονολογία 1888).
Στη λαϊκή ντόπια προφορική παράδοση, η βασιλική αποκάλυψη του μνημείου του Ανδρούτσου και των συμπολεμιστών του στη Γραβιά, αποτέλεσε για χρόνια θέμα διηγήσεως γεροντότερων προς νεώτερους. Μια απ’ αυτές τις διηγήσεις που άκουσα ο ίδιος από την γιαγιά μου Παναγιού Νηστικούλη - Κατοίκου (1888-1972)την παραθέτω αυτούσια: «Η μανούλα μ’ στα σπάργανα μ’ είχε ακόμα, κι ήρθε βασιλική διαταγή ούλες οι γναίκες κι τα πιδιά να βάλνε συγγούνια κι φουστανέλες, να πάνε στη Γραβιά στουν Αντρούτσου. Βάλανε, έβανε κι η μάνα μ’ και μέσα απ το Μεγαλοκύρ, με τα ποδάρια πήγανε στη Γραβιά. Κι ήρθε ο βασιλιάς απ’ τν Αθήνα μι τν Άμαξα κι στρατιώτες ιππικό. Ο βασιλιάς έβγανε λόγο καβάλα στ άλογο και …φραστ τράβξε τ’σημαία κι ξεσκέπασε τ’ άγαλμα τ’ Αντρούτς».
Τα οστά του ήρωα μεταφέρθηκαν στην Πρέβεζα το 1967 με ειδικό στρατιωτικό άγημα και τοποθετήθηκαν με τιμές στο εκεί υπάρχον μνημείο του.
ΑΙΩΝΙΑ ΤΟΥ Η ΜΝΗΜΗ
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
ΚΑΤΟΙΚΟΣ
ΥΠΟΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΕΛΑΣ ε.α.
ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ
ΕΡΕΥΝΗΤΗΣ
Πρώτη δημοσίευση 8 Μαΐου 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
"Επιτρέπεται η υποβολή σχολίων σχετικών, βέβαια, με το θέμα της κάθε ανάρτησης. Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και καλόπιστης κριτικής για τα θέματα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας είναι ευπρόσδεκτη. Αντίθετα, κάθε σχόλιο υβριστικού, προσβλητικού & κακόβουλου περιεχομένου και μάλιστα ανώνυμο θα διαγράφεται."