1955. Σουβαλιώτισσες εργάτριες στη
συλλογή βαμβακιού στον κάμπο της Κωπαΐδας στον Ορχομενό.
Όρθιες από αριστερά: Ευθυμία Χρ. Κοπανάκη, Αθανασία Γ. Πλατή, Γεωργία Αργ. Μουλαρά - Αδαμάκου, Τίτσα Βοργιά - Τζιβάρα.
Καθιστές από αριστερά: Γεωργία Δ. Μουλαρά - Κυρίτση, Ασημίνα Χρ. Κοπανάκη - Τζιβάρα, άγνωστη από τον Έξαρχο Φθιώτιδας
Άμα μαζεύαμε βαμπάκι, ξεκινάγαμε νύχτα με τα ποδάρια, άμα ήτανε να σκαλίσουμε, μας πααίνανε για να φτάσουμε νωρίς.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜαργώναμε, μας κοπάναγε η κρυάδα απ’ τ΄ απόγειο απ΄ τα ποτάμια. Μάζωνα 100 – 110, 120 οκάδες, τώρα το ζυγιάζουνε, τότε με το μάτι το υπολογίζανε.
Για να μάσω γλήγορα βαμπάκι, να μη χασομερήσω, δεν καθόμανε καταγής να φάω μια χαψιά ψωμί και κανένα κερλεντίτσι. Δάγκωνα το ψωμί και το πέταγα μπροστά στον όργο, τόβρισκα, ματαδάγκωνα και πίσω τα ίδια.
Μας δίνανε μοίρα καλότχη μ’ 4 – 5 δεκάρες την οκά. Τώρα έχει οχτάωρα, που κείνα τα μαρτύρια που περάσαμε εμείς.
Αυτά διηγείται η Ευσταθία Λ. Κότσια στην Βασιλική Χριστοπούλου στο βιβλίο:
Μια Σουβαλιώτισσα θυμάται