Π Ε Ρ Ι Δ Ι Ν Η Σ Η
Συνέχεια απ’ το προηγούμενο
Σιγά - σιγά ημέρωσαν τά στοιχειά, κοιμήθηκαν αποσταμένα στις σπηλιές, και δε βογκάνε ποια.
Η μαυρίλα πέρασε, η βροχή έκοψε, και έσκασε το γλυκοχάραμα στο καταράχι της Λιάκουρας. Πετάχτηκα πρώτος και πρόβαλα στην αμπουργιά της καλύβας.
Από μια φερσάδα του σύννεφου πρόβαλε δειλά – δειλά μια αχτίδα ήλιος λές και μας χαιρέταγε, φέγγοντας πάλι τά έλατα και τά μέλεγα και μια εσωτερική χαρά με κυρίεψε ακούγοντας έναν τσοπανάκο πού με το σφύριγμά του διαλαλούσε το τέλος του χαλασμού.
Σκάρισαν τά πρόβατα κατά τη κοιμισμένη λάκκα πού τη σκέπαζε ένα απέραντο πουπουλένιο πάπλωμα, και ένιωθες τον ανασασμό σου ήσυχο και απαλό, μοσχοβολισμένο απ΄ τις ευωδιές πού έφερνε τον ανήφορο η δασιά λαγκαδιά.