Το πρωί της Πρωτοχρονιάς στέλναμε τα παιδιά στους παππούδες, τους θείους
τους νονούς, μ΄ ένα πιάτο γλυκά σε πεντακάθαρη πετσέτα, να κάνουν ποδαρικό. Τα
καλοδέχονταν, τα έβαζαν να καθίσουν λίγο για την καλή χρονιά και τα φίλευαν με
ότι καλούδια είχαν.
Εμείς οι γυναίκες πηγαίναμε πρωί – πρωί
στη βρύση της γειτονιάς, και ρίχναμε σιτάρι, καλαμπόκι, γλυκά και λεφτά με την
ευχή να τα τρέχουν κι οι σοδειές όλο το χρόνο όπως έτρεχε το νερό στη βρύση.
Για
τ΄ Αϊ – Βασιλειού φκιάναμε το βράδυ τις δίπλες με πλαστό φύλλο και πετιμέζι,
σιαμόπιτα, στη γάστρα, άλλα καημένα, άλλα άκαγα, άλλα φουσκώναμε με το
πετιμέζι, άλλα γενόντανε λάσπη, άλλα ήτανε ξερά, άλλα χλωρά!
Το πρωί οι νοικοκυράδες παίρναμε γλυκά,
λεφτά, καλαμπόκι, σιτάρι, βαμπακόσπορο, ότι ήθελες έβλεπες και τα πααίναμε στη
βρύση. ΄Έτρεχε το νερό στις κουρίτες, τα ρίχναμε μέσα, να τρέξνε τα εισοδήματα,
όπως τρέχει το νερό της βρύσης. Δραμάγαμε ύστερα τα τρελάδια να βρούμε κανένα
πενηνταράκι.