Τα Μαντάμια όπως φαίνονται από τα Γουναρέικα
Τα
«Μαντάμια» είναι το φαράγγι νότιο-δυτικά της Σουβάλας. Την ονομασία του την
πήρε από τις ομώνυμες υδρο-βιοτεχνίες, οι οποίες είχαν εγκατασταθεί και
λειτουργούσαν εκεί πριν από πολλά χρόνια. Παλαιότερα η τοποθεσία ήταν γνωστή με
τα ονόματα «Παλιοχώρι» και «Παλιόμυλος»1
.
Όταν η αρχαία Λίλαια διαλύθηκε ο πληθυσμός της
σκορπίστηκε σε γειτονικούς οικισμούς, όπως ήταν ο αρχαίος Έρωχος, και αργότερα όταν οι συνθήκες διαβίωσης
δυσκόλεψαν, ο πληθυσμός αυτός μετακινήθηκε προς τη Χαράδρα των Μανταμιών και
από εκεί πιθανόν κατά τη διάρκεια της
τουρκοκρατίας στην Επάνω Σουβάλα.
Ενισχυτικό
της άποψης αυτής είναι το γεγονός ότι, τα Μαντάμια αποτελούν το πλησιέστερο
ασφαλές σημείο, προς το οποίο εύκολα μπορεί να μετακινηθεί κανείς σε περίπτωση
ανάγκης, όπως έχει δείξει και η σύγχρονη εμπειρία μας κατά τη διάρκεια της
γερμανό-ιταλικής κατοχής 1940-44. Την εποχή αυτή όταν παρουσιαζόταν κίνδυνος
απ΄τις κατοχικές δυνάμεις, οι Σουβαλιώτες κατέφευγαν στο φαράγγι των Μανταμιών
ή μέσω αυτού κατευθύνονταν προς τις υψηλότερες περιοχές του Παρνασσού.
Δεν υπάρχει
λοιπόν αμφιβολία ότι στα Μαντάμια υπήρχε κάποτε ένας οικισμός, απ΄τον οποίο
διατηρήθηκε το όνομα «Παλιοχώρι» μέχρι σήμερα. Τέτοια στοιχεία που μπορούν να
ρίξουν λίγο φως και να βοηθήσουν στην διαμόρφωση σχετικών υποθέσεων είναι
ορισμένες παρατηρήσεις από τη θέση «Κάρκορα», τοποθεσία που έχει
προέλθει από μεγάλη κατολίσθηση. Εκεί όταν στα παιδικά τους χρόνια οι
Αδαμοπουλαίοι περιπλανιόταν για τα παιχνίδια τους έβρισκαν σπασμένα κεραμίδια,
ένδειξη ότι κάποτε αυτό το μέρος είχε κατοικηθεί από ανθρώπους. Η άποψη αυτή
ενισχύεται κι από το ότι πολύ κοντά στα ερείπια της εκκλησίας του Άι-Δημήτρη
που βρίσκεται στο νότιο-ανατολικό άκρο της ρεματιάς, κατά τη διάνοιξη λάκκων
για δενδροφύτευση την περίοδο 1953-1955, βρέθηκαν τάφοι, που δείχνουν την
πιθανή ύπαρξη νεκροταφείου και αντίστοιχου οικισμού.
Η ρεματιά
που σχηματίζεται στο φαράγγι αυτό, συγκεντρώνει τα νερά της λεκάνης
απορροής της βόρειας πλευράς του
Παρνασσού αρχίζοντας από τη ψηλότερη πηγή στα «Καρκαβέλια» (υψόμετρο 1400μ),
καθώς κατεβαίνει χαμηλότερα μέχρι τα 550μ. περίπου, δέχεται τα νερά άλλων δέκα
πηγών. Η συνολική παροχή των πηγών αυτών υπολογίζεται στα 110 λίτρα περίπου ανά
δευτερόλεπτο, αλλά η ποσότητα που φτάνει τελικά στην περιοχή των Μανταμιών, δε
φαίνεται να ξεπερνά τα 75 λίτρα ανά δευτερόλεπτο. Η μεγαλύτερη από τις πηγές
αυτές που έδιναν το νερό τους για τη λειτουργία των μανταμιών και των
υδροτριβών, ήταν η πηγή του «Πλατάνου» που βρίσκεται περίπου στο μέσον της
απόστασης Μανταμιών – Επάνω Σουβάλα.
Η πηγή αυτή
έδινε 35-45 λίτρα το δευτερόλεπτο, αρκετή για να κινεί τους ¨τροχούς¨, που
είχαν εγκατασταθεί κατά μήκος της ρεματιάς. Σχετικά με τους ¨τροχούς¨, πρέπει
να παρατηρήσουμε ότι την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν άλλες πηγές ενέργειας εκτός
του νερού, οι σιδεράδες της Σουβάλας είχαν φροντίσει να εκμεταλλευθούν
κατάλληλα την υδάτινη ενέργεια για την εργασία τους.
Έτσι καθώς
το νερό κατέβαινε χαμηλότερα μετά την πηγή του Πλατάνου, η διαμόρφωση του
τοπίου έδινε την δυνατότητα να σχηματιστούν μικροί καταρράκτες νερού που έδιναν
κίνηση σε μικρές κατασκευές, χρήσιμες στους σιδεράδες. Οι κατασκευές αυτές, 5-6
τροχοί, από τους οποίους ο χώρος αυτός πήρε το όνομα του, χρησιμοποιούνταν από τους σιδεράδες για να
τροχίζουν και να λειαίνουν το προϊόντα τους, όπως ήταν τα μαχαίρια, ψαλίδια,
τσεκούρια, χαλοί, και διάφορα άλλα εργαλεία γεωργικής και οικιακής χρήσεως.
Στη συνέχεια
το υδάτινο ρεύμα κατηφόριζε και έδινε κίνηση, πρώτα στο μαντάμι του Πριμέτη2 (κατασκευής των αρχών του
19ου αιώνα) αρχικής ιδιοκτησίας της οικογένειας του γιατρού Αργύρη
Καρούζου και αργότερα Θανάση Παπαθανασίου, ύστερα το 2ο μαντάμι του
Θανάση Παπαθανασίου3 (κατασκευής 1900 περίπου) και κατόπιν το μαντάμι του
γέρο-Γιώργη Λ. Αδαμόπουλου4
που κατασκευάστηκε το 1870. Τη δεκαετία του 1880 ή νωρίτερα προστέθηκαν οι
κατασκευές ( απ΄τον γέρο-Γιώργη) το υδροπρίονο5, το τζίνι6
η λανάρα7 για τη
επεξεργασία του βαμβακιού και ο αλευρόμυλος8
και την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα αντικαταστάθηκε το μαντάμι του
γέρο-Γιώργη με τα δυό μαντάμια των παιδιών του Λουκά και Θανάση9. Όλα αυτά λειτουργούσαν με
την ίδια υδάτινη ενέργεια.
Το 1924 οι
υδατοπτώσεις που κινούσαν τα μηχανήματα του γέρο-Γιώργη και των παιδιών του
συγκεντρώθηκαν σε μια μεγαλύτερη υδατόπτωση για τη παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος
που κατασκευάστηκε στο χαμηλότερο σημείο
της ρεματιάς των Μανταμιών και περιλήφθηκαν στην δικαιοδοσία της εταιρείας που
ιδρύθηκε με την επωνυμία «Αφοί Γ. Αδαμόπουλοι και Σία».
Μετά τις
βιοτεχνίες αυτές, το υδάτινο ρεύμα συνέχιζε την προσφορά του, ακολουθώντας δε τη φυσική ροή χαμηλότερα σε απόσταση
μικρότερη του μισού χιλιομέτρου, έμπαινε σε άλλο κανάλι και σε απόσταση
περισσότερο από ένα χιλιόμετρο, έδιναν κίνηση στους δύο μύλους και στο εκκοκκιστήριο
βάμβακος της οικογένειας του γιατρού
Αργύρη Καρούζου που βρίσκονταν στην επίσης γραφική τοποθεσία του χωριού μας στη
θέση: Μύλος
Η πελατεία
τους αποτελείτο από άνδρες και γυναίκες που είχαν την ανάγκη των προσφερόμενων
υπηρεσιών και προέρχονταν από όλη την κοιλάδα του Κηφισού, απ΄τη νότια πλευρά
του Παρνασσού, την Αράχωβα και την Άμφισσα, αλλά και από την άλλη, τη βόρεια
πλευρά του, απ΄το Δαδί, την Ελάτεια και την Αταλάντη. Οι πελάτες πήγαιναν στα
Μαντάμια για να αλέσουν το καλαμπόκι ή το σιτάρι τους, να επεξεργαστούν το
βαμβάκι για τα υφαντά και για βαμβακόσπορο, να προμηθευτούν την ξυλεία τους και
να δώσουν τις βελέντζες και τα μάλλινα ρούχα για σχετική επεξεργασία.
Έτσι τα
μηχανήματα δούλευαν νύχτα και ημέρα. Για τη διευκόλυνση των πελατών λόγω της
δυσκολίας της των μετακινήσεων, ο Λουκάς με τον Θανάση Αδαμόπουλο είχαν
οργανώσει κέντρα συγκέντρωσης των υφαντών στη Αμφίκλεια και στην Αράχωβα, όπου
πήγαιναν εναλλάξ Σαββατοκύριακα.
Δείγμα της
καλής και υπεύθυνης εργασίας, την οποία πρόσφεραν οι αδελφοί Αδαμόπουλοι, ήταν
το βραβείο και χρυσό μετάλλιο που τους
απονεμήθηκε στην Διεθνή Έκθεση του San Francisco to 1913, για την πολύ καλή ποιότητα της
‘’ρόκας’’ στην οποία μετατρεπόταν το βαμβάκι από τις λανάρες των Μανταμιών.
- Η ονομασία αναφέρεται σε έγγραφη διαμαρτυρία του γέρο-Γιώργη Αδαμόπουλου προς τον Θεόδωρο Ι. Δεληγιάννη από 30/7/1890 διότι ούτος «είχε μετατρέψει αγρόν πρότερον άνυδρον εις ποτιστικόν ελλατώσας ούτω την ποσότητα του ύδατος και εμπόδιζε τη λειτουργεία των μηχανημάτων του μανταμιού υδροτριβής και υδρομύλου εις την θέσιν ‘’Παλαιοχώρι ή Παλαιόμυλον’’ της περιφέρειας Σουβάλας».
- Το μαντάμι αυτό χτίστηκε από τον Πριμέτη, καταγόμενο απ΄την Πριμετή της Β. Ηπείρου με χρηματοδότηση του Γιάννη Καρούζου, προύχοντα της περιοχής την εποχή εκείνη. Αργότερα περιήλθε στην ιδιοκτησία του Λουκά Κουντουριώτη, κατοίκου Αμφίκλειας, και λειτούργησε με ενοικιαστή τον Λουκά Καραχρήστο, απ΄τον οποίο το αγόρασε ο Γιάννης Λιάκος και το έδωσε για εκμετάλλευση στον Θεόδωρο Θάνο (Φιντέλη ή Ξουράφελο). Στη συνέχεια το μαντάμι αυτό περιήλθε στην ιδιοκτησία του Θανάση Παπαθανασίου και του γιού του Γιάννη. Το 1951 αγοράσθηκε απ΄τον εγγονό του γέρο-Γιώργη, τον Γεώργιο Λ. Αδαμόπουλο για ¨συναισθηματικούς λόγους¨, όμως χωρίς καμιά φροντίδα για συντήρηση και τελικά κατέρρευσε.
- Το μαντάμι αυτό χτίσθηκε περίπου το 1908. Ο Θανάσης Παπαθανασίου έχτισε την κατοικία του μακριά από το μαντάμι, ώστε να ελαττώσει την ταλαιπωρία της οικογένειας από το θόρυβο της λειτουργίας.
- Ο γέρο-Γιώργης είχε αρκετές μηχανικές γνώσεις, αφού παλαιότερα είχε συνεταιρισθεί με τον Θεόδωρο Θάνο και μαζί εργάστηκαν στο μαντάμι του Πριμέτη. Η άρνηση της γυναίκας του να πωλήσουν ένα χωράφι ώστε να χρηματοδοτηθεί η κατασκευή του μανταμιού τον ανάγκασε να ζητήσει τη βοήθεια του συνεταίρου του Παναγή Καρούζου, ο οποίος και τελικά χρηματοδότησε την κατασκευή. Το κτίριο αυτό ήταν μονώροφο, χτισμένο κοντά στο ρέμα του «Ξηριά» 150μ. νότια της θέσης των μανταμιών-κτιρίων που χτίσθηκαν αργότερα και διατηρούνται μέχρι σήμερα.
- Με την υπ΄αριθμ. 7780 από 17 Απριλίου 1892 συμβολαιογραφική πράξη ο γέρο- Γιώργης παίρνει την έγκριση του ελληνικού δημοσίου για κατασκευή ‘’υδροπρίονο εις θέσιν Μουτσιάρα και Πέτρα της περιφέρειας Σουβάλας το οποίο δικαιούται να διατηρεί επί τριετίαν’’.Το υδροπρίονο - πριονιστήριο για την ξυλεία απ΄τα δάση του Παρνασσού και του Άι-Λιά. Τη ξυλεία αυτή την κατέβαζαν στα Μαντάμια απ΄τη λεγόμενη «συρταριά», που άρχιζε κάτω απ΄τα «Γουναρέϊκα» και τελείωνε στη «σπαρτόλακα».
- Το τζίνι μηχάνημα για την αφαίρεση του σπόρου του βαμβακιού
- Η λανάρα για να μετατρέπει το βαμβάκι σε «ρόκα», κατάλληλη για γνέσιμο και νηματοποίηση
- Ο αλευρόμυλος άλεθε το καλαμπόκι και το σιτάρι των Σουβαλιωτών αλλά και των άλλων κατοίκων της περιοχής.
- Οι αδερφοί Αδαμόπουλοι, ο Λουκάς και ο Θανάσης ήταν άριστοι τεχνίτες και έδειχναν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις μηχανές, και τα ανταλλακτικά που χρειάζονταν τα κατασκεύαζαν μόνοι τους.
φωτογραφίες από τα αρχεία: ΛΙΣ ΠΟΛΥΔΡΟΣΟΥ, Δημήτρη Κατοίκου και Παρασκευής Παπαδά
τα κείμενα από το βιβλίο του Αντώνη Αδαμόπολου:ΥΔΡΟΚΙΝΗΤΕΣ ΒΙΟΤΕΧΝΙΕΣ ΣΤΟΝ ΠΑΡΝΑΣΣΟ
Πρώτη δημοσίευση 15/5/2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
"Επιτρέπεται η υποβολή σχολίων σχετικών, βέβαια, με το θέμα της κάθε ανάρτησης. Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και καλόπιστης κριτικής για τα θέματα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας είναι ευπρόσδεκτη. Αντίθετα, κάθε σχόλιο υβριστικού, προσβλητικού & κακόβουλου περιεχομένου και μάλιστα ανώνυμο θα διαγράφεται."